Ηρεμώ , ναι , ηρεμώ . Μια ηρεμία
βαθιά , γλυκιά σαν κάτι το περιττό , κατεβαίνει μέχρι τα τρίσβαθα του είναι μου
. Έχω ήδη διαβάσει τις σελίδες μου , έχω εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μου , τα
γεγονότα και οι συμπτώσεις της ύπαρξης – όλα έχουν μετατραπεί σ’ ένα αόριστο
ημίφως , σ’ ένα μόλις ορατό φωτοστέφανο , που περικυκλώνει κάτι που δεν ξέρω τι
είναι . Οι προσπάθειες που έκανα βάζοντας καμιά φορά την λησμονιά της ψυχής μου
˙ οι σκέψεις που έκανα βάζοντας καμιά
φορά τη λησμονιά της δράσης – μετατρέπονται σ’ ένα είδος στοργής απαλλαγμένης από
συγκίνηση , σ’ ένα είδος τετριμμένης και κενής συμπόνιας .
Όλα αυτά δεν προέρχονται από την
γλυκιά , τρυφερή , συννεφιασμένη μέρα με τους αργούς ρυθμούς . Ούτε απ’ αυτή
την αύρα που μόλις έχει αρχίσει να σηκώνεται – σχεδόν τίποτα , μετά βίας κάτι
παραπάνω απ’ τον αέρα που νοιώθεις ήδη να τρεμουλιάζει . Ούτε απ’ το ανώνυμο
χρώμα του ουρανού , με τις αχνές γαλάζιες κηλίδες εδώ κι εκεί . Όχι . Όχι ,
γιατί δεν αισθάνομαι .
Βλέπω χωρίς πρόθεση να δω , και βλέπω χωρίς γιατρικό .
Συμμετέχω προσεκτικά σ’ ένα ανύπαρκτο θέαμα . Δεν νοιώθω να έχω ψυχή , αλλά
γαλήνη . Τα εξωτερικά πράγματα , πεντακάθαρα κι ακίνητα ακόμα κι αν σαλεύουν ,
μου φαίνονται όπως θα φαινόταν ο κόσμος στο Χριστό , όταν ο Σατανάς ήρθε από
ψηλά για να τον βάλει σε πειρασμό .
Τα πράγματα δεν είναι τίποτα , και
καταλαβαίνω γιατί ο Χριστός δεν παρασύρθηκε . Δεν είναι τίποτα , κι αυτό που
δεν καταλαβαίνω γιατί ο Χριστός δεν παρασύρθηκε . Δεν είναι τίποτα , κι αυτό
που δεν καταλαβαίνω είναι πως ο Σατανάς , τόσο γέρος και τόσο σοφός , πίστεψε
ότι μπορεί να βάλει σε πειρασμό με τόσο μικρό αντάλλαγμα .
Κύλα ανάλαφρη , ω ζωή , που
καθόλου δε σε νοιώθουμε , ρυάκι της κινούμενης σιωπής , που γλιστράς κάτω απ’
τα δέντρα της λησμονιάς ! Κύλα χαϊδεύοντας μας , ψυχή , που κανείς δεν σε
γνωρίζει , ψιθυρίζοντας ότι κανείς δεν μπορεί να δει πίσω απ’ τα μακριά γερμένα
κλαδιά ! Κύλα άχρηστη , κύλα χωρίς λόγο , συνείδηση , που δεν είσαι τίποτα ,
αόριστη λάμψη που αστράφτει μακριά , στο κοίλο των φύλλων , συνείδηση , που
κανείς δεν ξέρει από πού έρχεσαι ούτε που πας ! Κύλα , κι άφησέ με να ξεχάσω !
Κύλα ανάλαφρη , ω γκρίζα ως τώρα
ζωή , που έφτασε μόλις ένα ταξίδι να σε κάνει να γυρίσεις με την σκέψη όλο τον
πλάνητα πλανήτη ! Κύλα , κι άφησε με τώρα , που έφτασες στο τέλος , να ξεχάσω ,
το πριν !
Κύλα ανάλαφρη , ω γκρίζα ζωή και
κάνε με να ρουφήξω ως το τέλος , ακόμα και την τελευταία σταγόνα από το κρασί της
λήθης και του έρωτα . Κύλα , κι άφησέ με να ξεχάσω !
Κύλα ανάλαφρη , ω γκρίζα ζωή κι
εγώ θα φέρω στα πόδια σου όλα τα όνειρα που με ταξίδεψαν και μ’ έκαναν με ένα
μικρό σου τίναγμα να βρεθώ στα όρια σου . Κύλα , κι άφησέ με να ξεχάσω !
Επί τέλους , κύλα κι άσε με να
ηρεμήσω , τέλειωσα πια με το ταξίδι που μ’ έβαλες να κάνω !
Κύλα ανάλαφρη και γκρίζα μου ζωή , ξέρεις πως από δω και μπρος , δεν θάσαι τέτοια . Σε ξεγέλασα , σε έβγαλα από τη ρότα που είχες χαράξει εσύ για μένα .
Κύλα εσύ , κι άσε με εμένα !
Αβέβαιη ανάσα αυτού που δεν
τόλμησε να ζήσει , γουλιά που πίνει μονοκοπανιά αυτός που δεν μπόρεσε να νιώσει
, ανώφελο μουρμούρισμα αυτού που δεν θέλησε να σκεφτεί – πέρνα αργά , πέρνα
σιγανά , υπόμεινε τους χείμαρρους όπου σ’ έχουν φυλακίσει και την πλαγιά που σε
υποχρεώνουν να κατέβεις , πήγαινε κατά τα σκοτάδια ή το φως , τα’ αδέρφι του
Χάους και της Νύχτας – αλλά και θυμήσου
σε , κάποια σκοτεινά βάθη του εαυτού σου , ότι οι Θεοί ήρθαν μετά από
σένα , κι ότι ακόμα και οι Θεοί περνούν με την σειρά τους .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου