Σάββατο

"επιτέλους ηρεμώ..." σε ξεγέλασα !





Επιτέλους ηρεμώ . Όλα τα ερείπια και τα κατάλοιπα εξαφανίζονται απ΄ την ψυχή μου , σαν να μην υπήρξαν ποτέ . Να’ μαι  μόνος και γαλήνιος . Η στιγμή που ζω είναι παρόμοια μ’ εκείνη κατά την οποία θα προσηλυτιζόμουν σε μια θρησκεία . Κι όμως τίποτα δεν με τραβάει ψηλά , έστω κι αν επίσης τίποτα δεν με τραβάει χαμηλά . Νοιώθω ελεύθερος , σα να είχα πάψει να υπάρχω χωρίς παρ’ όλα αυτά να χάσω τις αισθήσεις μου .

Ηρεμώ , ναι , ηρεμώ . Μια ηρεμία βαθιά , γλυκιά σαν κάτι το περιττό , κατεβαίνει μέχρι τα τρίσβαθα του είναι μου . Έχω ήδη διαβάσει τις σελίδες μου , έχω εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μου , τα γεγονότα και οι συμπτώσεις της ύπαρξης – όλα έχουν μετατραπεί σ’ ένα αόριστο ημίφως , σ’ ένα μόλις ορατό φωτοστέφανο , που περικυκλώνει κάτι που δεν ξέρω τι είναι . Οι προσπάθειες που έκανα βάζοντας καμιά φορά την λησμονιά της ψυχής μου ˙  οι σκέψεις που έκανα βάζοντας καμιά φορά τη λησμονιά της δράσης – μετατρέπονται σ’ ένα είδος στοργής απαλλαγμένης από συγκίνηση , σ’ ένα είδος τετριμμένης και κενής συμπόνιας .

Όλα αυτά δεν προέρχονται από την γλυκιά , τρυφερή , συννεφιασμένη μέρα με τους αργούς ρυθμούς . Ούτε απ’ αυτή την αύρα που μόλις έχει αρχίσει να σηκώνεται – σχεδόν τίποτα , μετά βίας κάτι παραπάνω απ’ τον αέρα που νοιώθεις ήδη να τρεμουλιάζει . Ούτε απ’ το ανώνυμο χρώμα του ουρανού , με τις αχνές γαλάζιες κηλίδες εδώ κι εκεί . Όχι . Όχι , γιατί δεν αισθάνομαι .

 Βλέπω χωρίς πρόθεση να δω , και βλέπω χωρίς γιατρικό . Συμμετέχω προσεκτικά σ’ ένα ανύπαρκτο θέαμα . Δεν νοιώθω να έχω ψυχή , αλλά γαλήνη . Τα εξωτερικά πράγματα , πεντακάθαρα κι ακίνητα ακόμα κι αν σαλεύουν , μου φαίνονται όπως θα φαινόταν ο κόσμος στο Χριστό , όταν ο Σατανάς ήρθε από ψηλά για να τον βάλει σε πειρασμό . 

Τα πράγματα δεν είναι τίποτα , και καταλαβαίνω γιατί ο Χριστός δεν παρασύρθηκε . Δεν είναι τίποτα , κι αυτό που δεν καταλαβαίνω γιατί ο Χριστός δεν παρασύρθηκε . Δεν είναι τίποτα , κι αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πως ο Σατανάς , τόσο γέρος και τόσο σοφός , πίστεψε ότι μπορεί να βάλει σε πειρασμό με τόσο μικρό αντάλλαγμα .

Κύλα ανάλαφρη , ω ζωή , που καθόλου δε σε νοιώθουμε , ρυάκι της κινούμενης σιωπής , που γλιστράς κάτω απ’ τα δέντρα της λησμονιάς ! Κύλα χαϊδεύοντας μας , ψυχή , που κανείς δεν σε γνωρίζει , ψιθυρίζοντας ότι κανείς δεν μπορεί να δει πίσω απ’ τα μακριά γερμένα κλαδιά ! Κύλα άχρηστη , κύλα χωρίς λόγο , συνείδηση , που δεν είσαι τίποτα , αόριστη λάμψη που αστράφτει μακριά , στο κοίλο των φύλλων , συνείδηση , που κανείς δεν ξέρει από πού έρχεσαι ούτε που πας ! Κύλα , κι άφησέ με να ξεχάσω !


Κύλα ανάλαφρη , ω γκρίζα ως τώρα ζωή , που έφτασε μόλις ένα ταξίδι να σε κάνει να γυρίσεις με την σκέψη όλο τον πλάνητα πλανήτη ! Κύλα , κι άφησε με τώρα , που έφτασες στο τέλος , να ξεχάσω , το πριν !
Κύλα ανάλαφρη , ω γκρίζα ζωή και κάνε με να ρουφήξω ως το τέλος , ακόμα και την τελευταία σταγόνα από το κρασί της λήθης και του έρωτα . Κύλα , κι άφησέ με να ξεχάσω !

Κύλα ανάλαφρη , ω γκρίζα ζωή κι εγώ θα φέρω στα πόδια σου όλα τα όνειρα που με ταξίδεψαν και μ’ έκαναν με ένα μικρό σου τίναγμα να βρεθώ στα όρια σου . Κύλα , κι άφησέ με να ξεχάσω !
Επί τέλους , κύλα κι άσε με να ηρεμήσω , τέλειωσα πια με το ταξίδι που μ’ έβαλες να κάνω !
Κύλα ανάλαφρη και γκρίζα μου ζωή , ξέρεις πως από δω και μπρος , δεν θάσαι τέτοια . Σε ξεγέλασα , σε έβγαλα από τη ρότα που είχες χαράξει εσύ για μένα .
Κύλα εσύ , κι άσε με εμένα !


Αβέβαιη ανάσα αυτού που δεν τόλμησε να ζήσει , γουλιά που πίνει μονοκοπανιά αυτός που δεν μπόρεσε να νιώσει , ανώφελο μουρμούρισμα αυτού που δεν θέλησε να σκεφτεί – πέρνα αργά , πέρνα σιγανά , υπόμεινε τους χείμαρρους όπου σ’ έχουν φυλακίσει και την πλαγιά που σε υποχρεώνουν να κατέβεις , πήγαινε κατά τα σκοτάδια ή το φως , τα’ αδέρφι του Χάους και της Νύχτας – αλλά και θυμήσου  σε , κάποια σκοτεινά βάθη του εαυτού σου , ότι οι Θεοί ήρθαν μετά από σένα , κι ότι ακόμα και οι Θεοί περνούν με την σειρά τους .  


Δεν υπάρχουν σχόλια: