Χρόνια πολλά μετά , μια ιδιοτροπία μου , έφερε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλιαράκι του . Έχουν περάσει από τότε επτά χρόνια . Το θεωρούσα χαμένο ή για να είμαι ακριβής , πίστευα πως το είχα χαρίσει σε κάποιον φίλο , συνήθεια πολύ αγαπημένη , μα η τελευταία μου μετακόμιση , το έφερε πάλι κοντά μου .
‘Ένα σύντομο ξεφύλλισμα , μου θύμισε πολλά . Από την με μολύβι , σημειωμένη τιμή (3,01 ευρώ !) , μέχρι τους σημειωμένους στίχους στο οπισθόφυλλο από ένα αγαπημένο δημοτικό τραγούδι . Μα στάθηκα σ’ αυτό το σύντομο του αφήγημα , που με είχε συγκινήσει πολύ όταν το πρωτοδιάβασα και που για κάποιους λόγους σήμερα το θεωρώ απόλυτα επίκαιρο .
Η σεμνότητα , μια αρετή που λοιδορήθηκε τόσο πολύ στις μέρες μας και στο τέλος χάθηκε , ξεχείλιζε από τον Φ.Κ. κι αυτό είναι ευδιάκριτο και στα γραπτά του . Διατηρώ τις ενστάσεις μου στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την θρησκευτική πίστη , μα δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω στον Φ.Κ. , την μεγαλοσύνη του γνήσια πνευματικού , που δυστυχώς λείπει στις μέρες μας , ενώ αντίθετα , περισσεύει το «δήθεν» , ο εγωισμός , το life style , η αυτοπροβολή φαιδρών και μη δραστηριοτήτων , η εκ του «τήλοθι» και εκ του ασφαλούς κριτική επί παντός επιστητού και τόσα άλλα .
______________________________________________________
Γιάννης ο Βλογημένος
Ο άγιος Βασίλης , σαν περάσανε τα Χριστούγεννα , πήρε το ραβδί του και γύριζε σ’ όλα τα χωριά , να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά . Πέρασε από λογιών-λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια , μα σ’ όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν τα’ ανοίξανε , επειδή τον πήρανε για διακονιάρη*. Κ’ έφευγε πικραμένος , γιατι ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους , μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.
Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό και πέρασε από το νεκροταφείο, κ’ είδε τα κιβούρια* πως είτανε ρημαγμένα , οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες , και τα νιόσκαφτα μνήματα είτανε σκαλισμένα από τα τσακάλια . Σαν άγιος που είτανε άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε : ‘’ Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο , δουλέψαμε , βασανιστήκαμε , κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά κ’ εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί , να μας καίγουνε λίγο λιβάνι , μα δεν βλέπουμε τίποτα , μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διαβάσει παραστάσιμο* , μήτε κόλυβα , παρά σαν να μηναφήσαμε πίσω μας κανέναν’’. Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στεναχωρήθηκε κ’ είπε :’’Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δεν δίνουνε βοήθεια , ούτε σε πεθαμένον ‘’, και βγήκε από το νεκροταφείο , και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια .
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που είτανε τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια , στα μέρη της Ελλάδας . Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια , ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε , νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα , κι από κάτω της είτανε μια στρούγκα* τρυπωμένη . Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε :’’ Ελεήστε με , τον φτωχό , για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!’’. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του , μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε , πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους , και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε* παρακαλεστικά και χαρούμενα . Απάνω σ’ αυτά , άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης , ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι , με μαύρα στριφτά γένια , ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος , άνθρωπος αθώος κι απελέκητος , προβατάνθρωπος , και πριν καλοιδεί ποιος χτύπησε , είπε :’’ Έλα , έλα μέσα . Καλή χρονιά!’’. Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι , κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια , που είτανε δεμένη σε δυό παλούκια . Δίπλα στο τζάκι είτανε τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη . Αυτός , σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης , κ’ είδε πως είτανε γέρος σεβάσμιος , πήρε το χέρι του και τα’ ανεσπάσθηκε* κ’ είπε : ‘’ Νάχω την ευχή σου , γέροντα’’, και το ‘λεγε σαν να τον γνώριζε από πρωτύτερα , σα να ‘τανε πατέρας του . Και εκείνος του είπε : ‘’ Βλογημένος να ‘ σαι , εσύ κι όλο το σπιτικό σου , και τα πρόβατά σου , η ειρήνη του Θεού να ‘ναι απάνω σας!’’. Σηκώθηκε κ’ η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε* και κείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε . Κι ο άγιος Βασίλης είτανε σαν καλόγερος ζητιάνος , με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του , και τα ράσα του είτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια , κ’ είχε και ένα παλιοτάγαρο αδειανό . Ο Για΄νηης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι . Και παρευθύς , φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι . και φανήκανε τα δοκάρια , σα να ‘τανε μαλαμοκαπνισμένα* , κ’ οι πητιές που είτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια , κ’ οι καρδάρες και τα τυροβόλια* και τα’ άλλα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης , γινήκανε σαν ασημένια και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε . Και τα’ άλλα , τα φτωχά τα πράγματα που ‘χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος . Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο , και βγάζανε κάποια ευωδία πάντερπνη .
Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε κ’ έκατσε κοντά στη φωτιά κ’ η γυναίκα του ‘θεσε μαξιλάρια ν’ ακουμπήσει . Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό του και το ‘βαλε κοντά του , κ’ έβγαλε και το παλιοράσό του κι απόμεινε με το ζωστικό του . Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγυιό του , κ’ έβγαλε μέσα στην κοφινίδα* τα νιογέννητα τα’ αρνιά , κ’ ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί , κι ο παραγυιός τα ‘ βγαλε τα’ άλλα στη βοσκή . Λιγοστά είτανε τα ζωντανά του , φτωχός είτανε ο Γιάννης , μα είτανε Βλογημένος . Κ’ είχε μια χαρά μεγάλη , σε κάθε ώρα , μέρα και νύχτα , γιατί είτανε καλός άνθρωπος κ’ είχε και καλή γυναίκα , κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους , σαν να ‘τανε αδελφός τους , τον περιποιόντανε . Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε* στο σπίτι τους , και κάθησε μέσα , σα να ‘τανε δικό του σπίτι και βλόγησε τα θεμέλια του . Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης , οι αρχόντοι , οι δεσποτάδες κ’ οι επίσημοι άνθρωποι , μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν , παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου .
Το λοιπόν , σαν σκαρίσανε* τα πρόβατα , μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: ‘’Γέροντα έχω χαρά μεγάλη . Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τα’ Αη-Βασίλη . Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος , μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας . Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη , κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος , τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα τη φυλλάδα , γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία ‘’.
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής . Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε κατά την ανατολή κ’ έκανε το σταυρό του , ύστερα έσκυψε και πήρε μια φυλλάδα από το ταγάρι του , κ’ είπε : ‘’ Ευλογητός ο θεός ημών πάντοτε , νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων’’. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάθηκε από πίσω του , κ’ η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε κείνη και στάθηκε κοντά του , με σταυρωμένα χέρια . Κι ο άγιος Βασίλης είπε το ‘’θεός Κύριος’’ και τα’ απολυτίκιο της περιτομής ‘’Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες ‘’ , δίχως να πει και το δικό του απολυτίκιο που λέγει ‘’ Εις πάσαν την γην εξήλθε ο φθόγγος σου’’. Η φωνή του είτανε γλυκιά και ταπεινή , κι ο Γιάννης κ’ η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη , κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα . Κ’ είπε ο άγιος Βασίλης τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής : ‘’ Δεύτε λαοί άσωμεν ‘ασμα Χριστώ τω θεώ’’ , χωρίς να πει τον δικό του κανόνα που λέγει ‘’ Σου την φωνήν έδει παρείναι , Βασίλειε’’. Κ’ ύστερα είπε όλη την λειτουργία κ’ έκανε απόλυση και τους βλόγησε . Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε κι αποφάγανε , ‘εφερε η γυναίκα τη βασιλόπητα και την έβαλε απάνω στο σοφρά . Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπητα , κ’ είπε :’’ Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ’’ κ’ έκοψε το πρώτο το κομμάτι κ’ είπε ‘’του Χριστού’’ κ’ ύστερα είπε ‘’της Παναγίας’’ , κ’ ύστερα είπε ‘’του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου’’ . Του λέει ο Γιάννης : ‘’Γέροντα ξέχασες τον αη-Βασίλη!’’. Του λέγει ο άγιος: ‘’Ναι , καλά !’’. κ’ ύστερα λέγει :’’Του δούλου του Θεού Βασιλείου’’. Κ’ ύστερα λέγει πάλι : ‘’ Του νοικοκύρη’’, ‘’της νοικοκυράς’’ , ‘’του παραγυιού’’ , ‘’των ζωντανών’’, ‘’των φτωχών’’ . Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο βλογημένος : ‘’ Γέροντα , γιατί δεν έκοψες για την αγιωσύνη σου ;’’ Του λέγει ο άγιος : ‘’ ‘Εκοψα Βλογημένε!’’. Μα .ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα , ο μακάριος . Κ’ ύστερα , σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλης κ’ είπε την ευχή του : ‘’Κύριε ο θεός μου , οίδα ότι ουκ ειμί άξιος , ουδέ ικανός , ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου’’. Κ’ είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος : ‘’πες μου , γέροντα , που ξέρεις γράμματα , σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης ; Οι αρχόντοι κ’οι βασιλήαδες τι αμαρτίες να ‘χουνε ; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί , επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε ‘’. Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κ’ είπε πάλι την ευχή , αλλοιώτικα : ‘’ Κύριε , ο Θεός μου , οίδα ότι ο δούλος σου ιωάννης ο απλούς έστιν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισέλθης . Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήρια Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται.’’ Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος , ο Γιάννης ο Βλογημένος …
_____________________________________________________________________
Σημειώσεις :
2 σχόλια:
Αν και δεν έχω αναπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα, ωστόσο από λογοτεχνικής πλευράς μπορώ να πω ότι μας χάρισες μία όμορφη «παπαδιαμαντικό» ιστορία.
Ο Φώτης Κόντογλου με έκανε να προσεγγίσω και να θαυμάσω - γιατί να το κρύψω άλλωστε;- ένα είδος της ζωγραφικής που δεν με έλκυε. Φαντάσου ότι τα έργα του Θεοτοκόπουλου περνούσαν απαρατήρητα από τα μάτια μου πριν τον Φ.Κ. Και ο λόγος που μου αρέσει ο ζωγράφος; Μα φυσικά, φυσικά και ξανά φυσικά, οι επιρροές του από τον Βίνσεντ βαν Γκογκ:)
Εδώ στη γειτονιά της Δυτικής Αθήνας έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε έργα του. Οι τοίχοι της μονής της αγίας Βαρβάρας, του ομώνυμου Δήμου, κοσμούνται από αγιογραφίες του Κόντογλου.
Αλέκο, σε ευχαριστώ για το κείμενο, από το οποίο προτάσσω της εξής, μισή, φράση: Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα, χωρίς αποσιωπητικά!!
Όταν μετέγραφα το κείμενο , φτάνοντας στη φράση που σημειώνεις , αμέσως το μυαλό μου πήγε σε σένα !
Ο Φ.Κ. , είναι κατά τη γνώμη μου μεγάλη μορφή και της ζωγραφικής και της λογοτεχνίας .
Φυσικά , ο λόγος που αναφέρθηκα σ' αυτόν , στο σημείωμα αυτό , παραμένει η "σεμνότητα" που λείπει ...
Έχω διατηρήσει την ορθογραφία του Φ.Κ. και θα ήθελα να τονίσω , ότι σε κανένα σημείο του κειμένου , δεν αναφέρετε στον άγιο , γράφοντας ο "'Αγιος" , χρησιμοποιώντας κεφαλαίο το Α . Αντίθετα , στον Γιάννη Μπαρμπάκο και στο προσωνύμιο που του δίνει , αναφέρεται πάντα με κεφαλαίο γράμμα . Γιάννης ο "Βλογημένος" . Τυχαίο ; που θα λέγαμε στις "άσεμνες¨μέρες μας ;
Δημοσίευση σχολίου