Σάββατο

Γιώργο Μανιάτης (1939-2018) A'

Γιώργο Μανιάτης (1939-2018)
In memoriam
‘’ Δεν είμαι θέαμα, είμαι συγγραφέας’’




Του Αριστοτέλη Σαϊνη
Συγγραφή, λοιπόν, είναι η τήρηση της σιωπής (με άλλα μέσα)
                                                                                              Γ.Μ.

   Πρωτοπόρα, ιδιοσυγκρασιακή φωνή της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας που συνομίλησε νωρίς και σε ανύποπτο χρόνο, με τις πιο προωθημένες νεωυερικές εκφάνσεις της ευρωπαικής λογοτεχνίας. Χειμαρώδης πρώτη εμφάνιση, που χαιρετίστηκε ως ελπιδοφόρα αρχή, μακρές εκλείψεις, εντυπωσιακές επανεμφανίσεις, μακρόχρονη συγγραφική σιωπή, πριν το οριστικό τέλος, λίγες μέρες πριν, σε μια μυθιστορηματική ζωή.
   Μεσσήνιος μεγαλωμένος στην Αθήνα. Στα δεκαπέντε του ναυτόπαις στη Σχολή του Πόρου (1954-1956), στα δεκαεπτά του ανθρακωρύχος στο Βέλγιο, στα δεκαοκτώ λεγεωνάριος κατά τη διάρκεια του πολέμου ανεξαρτησίας της Αλγερίας (1959). Μετά τη φιλήδονη έρημο του Ζιντ, τη συμβολική έρημο του Καμί, η τραγικά ανθρώπινη έρημος του Μανιάτη, σχολίαζε ο Βασίλης Βασιλικός παρουσιάζοντας στον ‘’Ταχυδρόμο’’του 1963 το συνταρακτικό πρώτο βιβλίο του Μανιάτη, με θέμα την περιπέτεια της κατάταξης, της απόδρασης από τη Λεγεώνα των Ξένων και την πορεία επιστροφής μέσω της Σαχάρας (‘’Δραπέτευσα από την Λεγεώνα των Ξένων’’, 1961).
   Ανταποκριτής σε αθηναϊκές εφημερίδες (‘’Ελευθερία’’), ιδρυτικό μέλος της νεολαίας Λαμπράκη, περιπλανώμενος αυτοεξόριστος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ από το 1967, θα βρεθεί στη Χιλή του Αλιέντε το 1973, πριν επιστρέψει στην Αθήνα και επανεμφανιστεί πεζογραφικά με τις δύο νουβέλες της συλλογής ‘’Objet sans valeur’’ (1972) και το ‘’Ο Μίδας βασιλιάς έχει αυτιά γαϊδάρου ή εκατέρωθεν της ουσίας’’(1972). Θα ακολουθήσει «Η μυθολογία του ενός ή η μυθολογία του άλλου’’ (1975), τα υψηλής θερμοκρασίας δοκίμια –όπως το εξομολογητικό ‘’Να αποσύρεσαι, αυτό είν΄η αγάπη’’-της συλλογής ‘’Έξεργα’’ (1976), την ίδια χρονιά που ως ‘’φυγάς θεόθεν και αλήτης’’ υπέγραφε το ‘’Η συν-εν-τευξη ή για να εξηγούμεθα’’ (1976) και λίγο πριν την ‘’Πρώτη αγάπη’’ (1990). Όλα τους σήμερα εξαντλημένα.
   Η μακρόχρονη συγγραφική σιωπή που ακολουθεί, ίσως απότοκο της συνειδητοποίησης ότι η λογοτεχνία ‘’στρέφει τα νώτα στην πραγματικότητα’’ (‘’Μπορώ να σκιαγραφήσω τις αθλιότητες που υφίσταμαι, τα βάσανα της οικουμένης, το χυμένο αίμα του θεού. Όλα αυτά τελειώνουν ακριβώς με το γράψιμο, ίσως γράφω για να τελειώσουν. Το παιδί-ή το σκυλί- που πεινάει, η απάτη, ο φόβος, ακόμα και ο μέγιστος φόβος: ο φόβος της ζωής- όλα καθίστανταιυποφερτάκαθ΄ότι πλαστά. Αν επιτύχουν στην πλάση, καταντούν και ευχάριστα’’), συνοδευέται από αλλαγή προσανατολισμού και την εντατική ενασχόλιση με τη ρεμπέτικη μουσική, τους μουσικούς τρόπους , το τραγούδι και τον χορό, καθώς τον Μανιάτη τον κερδίζει η ‘’αρχαιολογία’’ της μουσικής... μαθαίνει τρίχορδο μπουζούκι και επαναφέρει στο προσκήνιο το νέο ‘’ρεμπέτικο’’. Η πρώτη του ορχήστρα ‘’Ευρετήριο’’ (1978) εξελίσσεται το 1983 σε εργαστήριο μουσικολογικής έρευνας και ανακατασκευής των μουσικών οργάνων των αρχαίων Ελλήνων.
   Σε μια από τις σπάνιες, ίσως μοναδική, εμφάνιση του λίγα χρόνια πριν στο ‘’Πολύεδρο’’ της Πάτρας, ο ίδιος έλεγε: «Στην  πραγματικότητα και όσον με αφορά, εγώ δεν προσπάθησα τίποτα άλλο και δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να κοιτάξω ώστε τα έργα μου και η γραφή μου να συνάδουν και ει δυνατόν να ταυτίζονται, κάτι που δεν νομίζω σε άλλον συγγραφέα να μοιάζει η ζωή του με τη γραφή του, ταυτόχρονα περιπετειώδη αμφότερα. Εγώ ως συγγραφέας είμαι δημόσιος κίνδυνος, διότι ουδέποτε συνελήφθην...’’
   Μπορεί στην εποχή της η ‘’Λεγεώνα’’ να κατατάχτηκε στο ντοκουμέντο ή τη μαρτυρία, ως ‘’ρεπορτάζ της φρίκης’’ , η αμηχανία ειδολογικής ταξινόμησης ωστόσο, θα συνοδεύει σχεδόν κάθε αναφορά της κριτικής στο έργο και κάθε νέα πεζογραφική του κατάθεση. Για τη ‘’χοϊκή δύναμη’’ της πεζογραφίας του μιλούσε ο Κοτζιάς το 1972, σε συνάντηση με την καλειδοσκοπική πεζογραφία του Μανιάτη μας προσκαλούσε ο Δ. Μαρωνίτηςμιλώντας για τον αναγνωστικό πανικό μπροστά στις σελίδες του ‘’Μίδα’’: ‘’σε υποχρεώνει να αποφασίσεις ανάμεσα στο φιάσκο και στη λάμψη τηςη ιδιοφυϊας’’.
   Η αλήθεια είναι ότι σε κάθε του βιβλίο ο Μανιάτης δοκίμαζε όχι μόνο τις δικές του υφολογικές δυνατότητες , αλλάζοντας συνεχώς φόρμες, μέτρα και επιτονισμούς, όχι μόνο τα όρια των ειδών ανάμεσα στα οποία κυκλοφορούσε ελεύθερος αλλά και τις αναγνωστικές αναμονές και αντοχές. Η ταξινομική αδυναμία της κριτικής διαχείρισής του είναι φανερή στις λιγοστές απόπειρες προσέγγισης. Τι είναι, για παράδειγμαο εξωφρενικός ‘’Μίδας’’, όπου ένας συγγραφέας αναζητά τον εαυτό του δια της γραφή; Ένα μυθιστόρημα σε αναζήτηση της μορφής του; Προϊόν ιδιοφυούς έμπνευσης ή πανούργας απάτης; Για τον ίδιο ένας τόπος όπου η ‘’αδυναμία του συγγραφέα να γράψει και η αδυναμία του να μη γράψει-εποχές δύο- συναντώνται, ακόμη και συγχέονται, σε ένα και το αυτό αποτέλεσμα’’, για τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας ένα ‘’κείμενο-είδος’’ που ‘’εκλογοτεχνίζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη θεωρία της αποδόμησης’’ (Γ. Αριστηνός)!
   Όπως και να ΄χει, το έργο του μπορεί να μην βρήκε τον δρόμο του, ακόμα , για τις σύντομες ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας, άφησε όμως  το ιδιαίτερο πεζογραφικό του χνάρι στην ‘’Ανθολογία’’ του Σοκόλη (εισαγωγή –ανθολόγηση Β. Χατζηβασιλείου) και στην ‘’Ιστορία’’ του Αργυρίου.
   ‘’Η δουλοπρέπεια στη γλώσσα αποκλείει το ύφος. Φτάνω σ΄ένα ύφος σημαίνει σκοτώνω’’ έγραφε. Όσο για το δικό του ύφος, αυτό αποτελεί ένα εκρηκτικό μείγμα διαφόρων παραδόσεων, αποτέλεσμα της ανήσυχης ευρυμάθειας του. Η sui generis αντισυμβατικότητα του πρώιμου ύφους του συνδυάζεται με τη φιλοσοφημένη υπαρξιακή αγωνία του ώριμου Μανιάτη και αντλεί ταυτόχρονα από τη σχολή του νέου μυθιστορήματος ή αντιμυθιστορήματος, αλλά και από τη βικτοριανή σχολή του nonsense ενός Λιούις Κάρολ. Το αποτέλεσμα είναι, φυσικά, σκανδαλώδες, αλλά επίσης ‘’αναντίρρητα μια απόλυτη (absolute) πεζογραφία που συμφέρει όλα τα είδη (δοκίμιο, ποίηση, φιλοσοφικός στοχασμός) και σκάβει στις ρίζες της καταγωγής της’’ (Γ. Αριστηνός).
   Την περασμένη Πέμπτη, η συνάντηση του Μανιάτη με τη βασική ιδιότητα της υπόστασης ‘’άνθρωπος’’, όπως θα έλεγε ο αγαπημένος του Χάιντεγκερ, ήταν και αυτή μυθιστορηματική. Ο θάνατος του δεν θορύβησε κανέναν. Η είδηση ανέβηκε σε κάποιες ηλεκτρονικές σελίδες και κυκλοφόρησε στα κοινωνικά δίκτυα  ανάμεσα στον μικρό κύκλο των ελάχιστων μυημένων φίλων και αναγνωστών. Το φωτεινό του βιογραφικό φάνταζε όαση στον κενό εθνικιστικό ορυμαγδό των ημερών. Τα μουσικά του μαθήματα ανεβασμένα από καιρό στο διαδίκτυο αληθινή αποκάλυψη.
   Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι συγγραφείς που θα προσυπέγραφαν , θα εννοούσαν και θα αποδείκνυαν έμπρακτα στο μάκρος μιας ζωής την ακόλουθη παράγραφο από τον ‘’Μίδα’’: ‘’Η πράξη της δημιουργίας είναι πράξη αποποιήσεως και αποσυρμού, εγώ και το έργο μου μαζί είμαστε κάτι όχι περισσότερο , αλλά κάτι λιγότερο από το εγώ σκέτο. Πρέπει λοιπόν να κατοικήσω στην άκρη , κάνοντας-όσο γίνετε- σαν να μην είχα περάσει. Και αν είμαι οπωσδήποτε υποχρεωμένος να γράφω σε κάποιον , τότε γράφω στους πεθαμένους. Δεν είμαι θέαμα, είμαι πεθαμένος’’.


Δεν υπάρχουν σχόλια: