Πέμπτη

Μια Κυριακή στην όχθη του Δούναβη

Ο Δημήτρης Χατζής στην Βουδαπέστη το 1948 (LIFO)

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΔΟΥΝΑΒΗ


Κουβεντιάζοντας με τον έξοχο πεζογράφο Δημήτρη Χατζή για τέχνη και πατρίδα

του ΤΑΣΟΥ ΒΟΥΡΝΑ


Η Κυριακή εφτά του Ιούλη ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, που θύμιζε Ελλάδα. Το Έστεργκομ είναι μια παλιά μαγυάρικη πόλη πενήντα χιλιόμετρα έξω από τη Βουδαπέστη στη στροφή του Δούναβη κοντά στα τσέχικα σύνορα. Ο Χατζής είναι ξαπλωμένος κατάχαμα στο παχύ χορτάρι της όχθης του Δούναβη, εγώ δίπλα του και μου διαβάζει μεγαλόφωνα την “25η ραψωδία της Οδύσσειας” του Λειβαδίτη. Εκρηκτικός, ενθουσιώδης, εγκάρδιος. Ρωμηός Πριν απ’ όλα, κάθε τόσο φιλάει με πάθος εραστή τις σελίδες του βιβλίου. Κι’ εγώ τον ακούω.καθώς οι στίχοι βουίζουν σα μελίσσι γύρω μας, σκεφτόμαστε ότι είναι καιρός πια να συμμαζέψω τις δημοσιογραφικές μου σημειώσεις, να τις συμπληρώσω και να στριμώξω επί τέλους τούτο το …δολιχοκέφαλο Ηπειρώτη Με την πελώρια και παιδική χαρά, που με το σπαθί του έχει κερδίσει εδώ και κάμποσα χρόνια τον τίτλο κορυφαίου ζωγράφου της σύγχρονης Ελλάδας και να μου μιλήσει για την δουλειά του. Γιατί ενώ είναι πρόθυμος για κάθε κουβέντα, όταν πρόκειται για τον εαυτό του βουβαίνεται. Μετριοφροσύνη; Όχι νομίζω. Κάτι γνησιώτερο. Η αγωνία του δημιουργού για το έργο του,η αδιάκοπη αμφιβολία που μετουσιώνεται στο στίχο του Κλωντέλ: “Κάτι καινούργιο, ακόμα κάτι καινούργιο, πάντα κάτι καινούργιο”.


ΜΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Αυτή τη φορά, όμως, δεν μου γλυτώνει ο Χατζής. Το στρίμωγμα είναι γερό. Από την πλευρά μου του έχω κάνει συνεχείς … οκτάωρες διαλέξεις για την λογοτεχνία στην Ελλάδα , για πρόσωπα, πράγματα, έργα. “λέγε, αδελφέ μου!” είναι η επωδός του. Τώρα, όμως, έφθασε η στιγμή της αντίδρασης:

  • Λέγε και συ!

  • Τι θέλεις να μάθεις;ψιθυρίζει στεναχωρημένος.

  • Για όλα. Για την ζωή σου, τη δουλειά σου, τα σχέδια σου!

  • Αν νομίζεις ότι ενδιαφέρουν το κοινό εκεί κάτω στην πατρίδα…

  • Ο κόσμος φλέγεται να μάθει για την πνευματική δραστηριότητα της προσφυγιάς.

Είχα πατήσει τον κάλο του, που λέμε. Ο Χατζής αρχίζει:

  • Ήρθα στη Βουδαπέστη από το βερολίνο, όπου επί πέντε χρόνια εργάστηκα στο ελληνικό ινστιτούτο της γερμανικής Ακαδημίας των Επιστημών. Εφυγα για λόγους εντελώς ιδιωτικούς. Θα εγκατασταθώ εδώ οριστικά. Έχω πολλές ελπίδες πως ως την ερχόμενη σχολική χρονιά θα έχω και στη Βουδαπέστη μια ανάλογη θέση ώστε να μπορεί να είμαι χρήσιμος στα ελληνικά γράμματα.

  • Τι εννοείς μ’ αυτό;

  • Να εξηγηθώ. Στη γερμανία, μαζί με τη Μέλπω Αξιώτη, μπορέσαμε να εκδώσουμε στα γερμανικά μιά ανθολογία ελληνικών διηγημάτων, που έκανε γνωστή εκεί τη νέα μας πεζογραφία. Επιμελήθηκα επίσης και μερικές άλλες εκδόσεις, τόσο μέσα στο Ινστιτούτο, όσο και έξω απ’ αυτό, νεοελληνικών κειμένων και άλλων έργων. Εδώ ευτύχησα να ιδώ να τυπώνεται μια άλλη ανθολογία νεοελληνικών διηγημάτων στα ουγγρικά, που είχε αρκετή επιτυχία, παρά τα κάποια λάθη που πέρασαν, επειδή έλειπα από τη Βουδαπέστη. Τώρα επιμελούμαι μια έκδοση νεοελληνικών παραμυθιών, ένα τόμο με ποιήματα του Ρίτσου (η Ζιζή Μακρή θα τον εικονογραφήσει με έξη εκτός κειμένου ξυλογραφίες) και επίσης ένα τόμο από 200 περίπου σελίδες σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης από ποιητές της νέας γενιάς. Εδώ θα έχουν θέση εκτός από τους άλλους και ο Λειβαδίτης με το τελευταίο ποίημα του “25η ραψωδία της Οδύσσειας”, που είναι πραγματικά έξοχο. Αυτές είναι οι τρέχουσες επαγγελματικές μου ασχολίες. Όπως βλέπεις οι Μαγυάροι μας δίνουν αρκετές δυνατότητες να κάνουμε γνωστή τη σύγχρονη λογοτεχνίας μας. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι και εμείς οι Ρωμιοί έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε γνωστή στους συμπατριώτες μας στην Ελλάδα τη σύγχρονη ουγγρική λογοτεχνία. Έχω ζητήσει από την “Επιθεώρηση Τέχνης” να αφιερώσει ένα ειδικό τεύχος το Σεπτέμβρη ή τον Οκτώβρη για να δώσουμε μιά, όσο το δυνατό πιο πιστή, εικόνα της σύγχρονης μαγυάρικης πνευματικής, φιλολογικής, λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Η “Επιθεώρηση Τέχνης” δέχτηκε πρόθυμα κι’ εγώ χαίρομαι που θα γίνει αυτή η δουλειά. 


ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ


  • Πως βλέπεις τις συνθήκες της δουλειάς σου και της παραμονής σου στο φιλόξενο για την ελληνική προσφυγιά έδαφος της Λ.Δ. της Ουγγαρίας;

  • Πριν απ’ όλα πρέπει να θίξω το ζήτημα της νοσταλγίας, που αρκετές φορές επανήλθε στον Τύπο τον τελευταίο καιρό. Αναμφισβήτητα όλοι νοσταλγούμε την πατρίδα. Αναμφισβήτητα υπάρχουν ανάμεσά μας και μερικοί που γι’ αυτούς η νοσταλγία είναι οδυνηρή. Και αναμφισβήτητα πρέπει να ευχαριστήσουμε μερικούς δημοσιογράφους απ’ την πατρίδα, που δεν είναι ομοϊδεάτες μας και που ωστόσο με συμπάθεια και κατανόηση έγραψαν για τον επαναπατρισμό μας. Μερικές φορές ωστόσο μερικοί από μας  παραβλέπουν όλες τις άλλες πλευρές το ζητήματος και προβάλλουν κάπως υπερβολικά μονάχα αυτό το στοιχείο της νοσταλγίας, σαν αποκλειστική δικαιολόγηση του αιτήματος του επαναπατρισμού. Νομίζω προσωπικά ότι το ζήτημα του επαναπατρισμού μας είναι ένα αίτημα πολιτικό προπαντός, μαζί με ότι είναι και ένα ζήτημα δικαιοσύνης, τόσα χρόνια ύστερα από τότε που φύγαμε. 


Η ΑΓΩΝΙΑ ΕΝΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ


Φυσικά για μένα το ζήτημα της επιστροφής στην Ελλάδα είναι και ζήτημα νοσταλγίας  και ζήτημα πολιτικό και ζήτημα δικαιοσύνης, αλλά όπως το καταλαβαίνεις  πολύ καλά είναι επίσης ζήτημα πηγών συγγραφικών, δηλαδή ζήτημα ζωής για μένα το γραφιά. Πιστεύω βαθιά στην ανάγκη να δημιουργηθεί, ή αν θέλεις να προωθηθεί παραπέρα, μιά πρόζα που να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες, που να είναι μία σύνθεση ρεαλιστική της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Πολλές φορές φοβάμαι πως εγώ διατρέχω διαρκώς τον κίνδυνο να μείνω έξω από μια τέτοια προσπάθεια, που τη θεωρώ το πιο σπουδαίο πνευματικό καθήκον των προοδευτικών συγγραφέων και των κριτικών μας αυτή τη στιγμή. Πιστεύω βαθιά ότι η αστική πεζογραφία δεν μπορεί να δώσει τίποτα πια. Η απουσία ιδεών στα έργα των πιό δόκιμων συγγραφέων που την εκπροσωπούν είναι τρομακτική. Πιστεύω επίσης πως ο Καζαντζάκης, που μόλις ο ίδιος μπορεί να σωθεί με την ειλικρίνεια του πνευματικού του πάθους, έκανε μεγάλο κακό, δημιουργώντας μια ολόκληρη σχολή πεζογράφων με ψεύτικη και εξωκοινωνική “δραματικότητα”, που είναι ο θάνατος της λογοτεχνίας. Η πεζογραφία μας πλημμύρισε από ψευτοηρωικά πρόσωπα, δήθεν “μοναχικά” υπεράτομα. Νομίζω πως μιά επάνοδος στις καθαρές πηγές της ελληνικής ζωής είναι το άμεσο καθήκον μας. Είναι βέβαια, κίνδυνος, όπως έγραφα στον εξαίρετο Φραγκιά, μια τέτοια προσπάθεια να μας ανάγκαζε να περάσουμε για ένα καιρό κάτω από τα καυδιανά δίκρανα*  της μίμησης του ξεπερασμένου πια ιταλικού νεορεαλισμού. Θα ήταν ωστόσο προτιμώτερο, παρά να μείνουμε σ’ αυτόν τον επαρχιωτισμό που κουβαλάει ακόμα ολόκληρη η αστική μας πεζογραφία ή σ’ αυτήν την  χωρίς ρίζες μίμηση μιας δήθεν προβληματικής που φτάνει από το ουζοπωλείο ως το βιβλιοπωλείο. Να γιατί εγώ φοβάμαι πως θα μείνω έξω από μία τέτοια προσπάθεια.Κι’ αυτό, καταλαβαίνεις πολλές φορές με πικραίνει.Χρειάζεται η άμεση επαφή μ’ αυτή, την κατά τη γνώμη μου, ραγδαία αναμορφούμενη ελληνική πραγματικότητα. προσπαθώ να μαντεύω την αλλαγή, να την “πιάνω” μέσα από τα γραφτά που φτάνουν στα χέρια μου. και εσύ το ξέρεις καλύτερα από κάθε άλλο, τι ξεδιάντροπος ζητιάνος έγινα, παρακαλώντας συνεχώς συγγραφείς κι’ εκδότες στην πατριδα να μου στέλνουν κανέναν βιβλίο. 

  • Τι ετοιμάζεις τώρα;

  • Πιστεύω από το Σεπτέμβρη ή τον Οκτώβρη να αρχίσετε στην “Επιθεώρηση Τέχνης” τη δημοσίευση ενός μικρού μυθιστορήματος που έχω σχεδόν έτοιμο.

  • Τίτλος;

  • “Ιντερμέδια μέσα στην κατάρρευση”. Χρονολογία του το ελληνικό 1941. Εσείς θα το κρίνετε. Θα επιθυμούσα μέσα σ’ αυτό τον χρόνο να ιδεί το φως στην Ελλάδα και η άλλη συλλογή διηγημάτων μου “Ανυπεράσπιστοι” που τα περισσότερά της έχουν δημοσιευθεί.

Τελειώσαμε. Πάνω στο Δούναβη, καθώς νυχτώνει, πέφτει αργά το πούσι της λιπαρής  Μαγυάρικης γης. Στο ποτάμι περνούν τεράστια σλέπια τραβώντας προς τον νότο. Σωπαίνουμε πια   κοιτάζοντας το γκρίζο νερό ν΄αργοσαλεύει. Και μέσα μου νιώθω να φτερουγίζει η συγκίνηση καθώς δέχτηκα την εξομολόγηση ενός έξοχου συγγραφέα της Ρωμιοσύνης μας. Πότε θάρθει γι’ αυτόν η άγια ώρα της πατρίδας;  


ΤΑΣΟΣ  ΒΟΥΡΝΑΣ 

Αυγή 6 Αυγούστου 1963



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: