Πέμπτη

"Αν είναι ο θάνατος πάντοτε - δεύτερος είναι . Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη." Γιάννης Ρίτσος


Σάββατο 22 Ιουνίου 2002

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2002 , ώρα 4 το απόγευμα περίπου :
Η κάθοδός μου στον Άδη
     Είχα ξαπλώσει στον καναπέ , η Βιόλα είχε κουλουριαστεί στα πόδια μου . Ένοιωθα πολύ κουρασμένη – αυτό μου συμβαίνει όλο και πιο συχνά όσο γερνάω , προπαντός όσο η υγεία του Νίκου βελτιώνεται κι επιτρέπω στον εαυτό μου να αφεθεί στις συνέπειες από την καταπόνηση του περασμένου χρόνου . Με πήρε ο ύπνος , πράγμα που σπάνια μου συμβαίνει τα μεσημέρια , και είδα ένα όνειρο , πράγμα που ακόμα πιο σπάνια μου συμβαίνει , ακόμη και τη νύχτα , από όταν , στη φυλακή , πέτυχα να απαλλαγώ από τα όνειρα κι από τους εφιάλτες τους . Μα εκείνο το μεσημέρι ήρθε το όνειρο τελείως αυθαίρετα – και με μορφή απίθανα ρεαλιστική:
     Βρέθηκα σε ένα χώρο υπόγειο  - όχι ακριβώς υπόγειο , ήταν ένα ορθογώνιο που έδινε την εντύπωση ότι ήταν σκαμμένο στη γη , βαθύ γύρω στα δύο μέτρα , με τα τοιχώματά του χτισμένα καλυμμένα με ένα είδος λευκά μουντά τούβλα όπως μπορούσα να καταλάβω από τον αριστερό μου τοίχο ως εκεί που στεκόμουν εγώ και που ήταν το μόνο φωτισμένο μέρος αυτού του χώρου , χωρίς να μπορώ να δω την οροφή του . Εκεί όπου θα έπρεπε να ήταν η οροφή δεν υπήρχε παρά βαθύ σκοτάδι . Βρισκόμουν στην μέση ενός άγνωστου χώρου , βλέποντας μόνο τον αριστερά μου τοίχο και το σκοτάδι που τον τριγύριζε , χωρίς να ξέρω πως έφτασα εκεί μέσα . Δεν πέρασα από καμιά είσοδο , ούτε φαινόταν κανένα άνοιγμα στους τοίχους . Απλώς έβλεπα τον εαυτό μου να στέκεται μέσα στο κλειστό ορθογώνιο χωρίς να ξέρω – ούτε και να απορώ – πως βρέθηκα εκεί . Με έβλεπα να στέκομαι κάπου στη μέση , με μια διπλωμένη κουβέρτα να κρέμεται στο δεξί μου χέρι , μια κουβέρτα άγνωστή μου , καφετιά με κόκκινα τετράγωνα σχήματα στις άκρες .
     Ήμουν ολομόναχη , αλλά ένοιωθα την παρουσία κάποιου που πρέπει να με οδήγησε ως εκεί , ακριβώς όπως ένας δεσμοφύλακας με οδηγούσε σε ένα κελί απομόνωσης . Το ίδιο έντονα ένοιωθα πως ο φρουρός μου δεν ήταν μόνος . Καθώς συνήθιζαν τα μάτια μου στο σκοτάδι διέκρινα το βάθος αυτού του χώρου , εκεί που έκλεινε το ορθογώνιο , και τις πρώτες παρουσίες – κατοίκους αυτού του χώρου , γκριζόμαυρες σκιές , ανάμεσα στο αόρατο και στο ορατό , που στέκονταν αμίλητες και ακίνητες σε ένα θολωτό άνοιγμα του τοίχου , στο σημείο που έπρεπε να είναι η πάνω δεξιά γωνία . Ψηλόλιγνες σκιές τυλιγμένες από το κεφάλι ως τα πόδια σε λεπτό μαύρο πέπλο , ξεχώριζα πέντε με έξι , οι δύο μπροστά και οι άλλες πίσω , μα ίσως να ήταν κι άλλες – κάπως διακρίνονταν κεφάλια σαν ένα σμάρι – που τις σκέπαζε το σκοτάδι . Στέκονταν στην πιο μακρινή γωνιά του στενόμακρου χώρου και παρακολουθούσαν ακίνητες μα όχι αδιάφορες όλη τη σκηνή .
     Τότε άκουσα τη Φωνή . Φωνή κανονικού φρουρού . Πολύ καθαρή , κάπως βαριά , συνηθισμένη , τελεσίδικη : ‘’ Αυτό να το αφήσεις . Δεν θα σου χρειαστεί ‘’. Δεν ξέρω πως κατάλαβα πως εννοούσε την κουβέρτα μου . Την άφησα να πέσει από το χέρι μου , κι άκουσα τη δική μου φωνή να ρωτάει – σαν έσχατη ελπίδα : ‘’Θα έχω φως ; ‘’  Η ίδια αόρατη Φωνή μου απάντησε τελεσίδικα : ‘’  Όχι . Δεν θα έχεις φώς ‘’ . Οι αόρατες παρουσίες έκαναν κανονική , πειθαρχημένη μεταβολή και χάθηκαν βαθιά στο σκοτάδι , κι  εγώ ξύπνησα – με καθαρή τη βεβαιότητα πως εκεί , σ’ εκείνο το ορθογώνιο ή πιο μέσα ,  πίσω από το θολωτό άνοιγμα που οδηγούσε στο απόλυτο σκοτάδι , θα ήταν πια η κατοικία μου , πως θα είχα μόνη μου συντροφιά την παγωνιά , το σκοτάδι και τη μοναξιά και πως αυτός ήταν ο θάνατος . Εκείνο το απομεσήμερο του Ιουνίου , στο σπίτι της οδού Ιπποκρήνης , είχα το προνόμιο να ζήσω εν ζωή το θάνατό μου ; Το όνειρό μου ήταν μια Νέκυια του 21ου αιώνα ;

.................................................................................................................................................................................................................................


1 σχόλιο:

Γεφυριστές είπε...

Εξαιρετικό! Και ο λαός συμφωνεί απόλυτα με τον τίτλο. "Καλή λεφτεριά" δεν λένε στις έγκυες;;