Κυριακή

Ο Κρίνος και το Αμιράλ ...

Η κουβέντα σήμερα , ήταν για τα πολλά μικρά πατισερί , μπρασερί και κάθε λογίς καφετερί , που είχαν ξεφυτρώσει , στην κυριολεξία, παντού τον τελευταίο χρόνο . Δεν του άρεσε καθόλου αυτό του Κυρίου ΑΜ κι όταν το συνδύαζε με την οικονομική κρίση  , της μεσαίας τάξης , τα έκανε όλα έναν αχταρμά και η κουβέντα μαζί του , πάλι κατέληγε σε αδιέξοδο .
Σήμερα, είπα να τον χειριστώ -πόσο απαίσια λέξη- διαφορετικά, χωρίς να οξύνω την συζήτηση. Αν το έκανα, θα έπρεπε να αναδυθούν,  οικονομικές αναλύσεις , να εξηγήσω τα σπρεντς και τα επιτόκια , τα σιντιες και την στάση των οίκων αξιολόγησης και τότε δεν θα μας ξέπλενε ούτε κι ο πλημμυρισμένος Έβρος των τελευταίων ημερών . 
Έτσι, αποφάσισα να του μιλήσω για τα ζαχαροπλαστεία της παιδικής μου ηλικίας, που υπήρχαν στην γειτονιά μου και που σίγουρα είχαν πολλές διαφορές με τα σημερινά, αυτά που αυτός κατέκρινε και χρησιμοποιούσε σαν παράδειγμα ευμάρειας ή καλλίτερα, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του, λίπους της μεσαίας τάξης.
Δύο τα θυμάμαι, αλλά μέχρι που ήρθε η ώρα να εγκαταλείψω την γειτονιά των παιδικών μου χρόνων, είχε απομείνει μόνο ένα, ο Κρίνος του κυρ Μπάμπη .
Τα θυμάμαι πολύ καλά, γιατί το κάθε ένα το έχει συνδέσει με μια εικόνα, που δύσκολα θα την διαγράψω, ακούσια ή εκούσια από το μυαλό μου.
Νομίζω πως λίγα μαγαζιά μένουν και τα θυμούνται μετά από πολλά χρόνια και με νοσταλγία θα έλεγα , τα παιδιά . Το ζαχαροπλαστείο , το βιβλιοπωλείο ίσως αν υπήρχε, παιχνιδάδικο άντε και το ψιλικατζίδικο με τις εκατοντάδες φτηνές λιχουδιές της καθημερινότητας.
Ο Κρίνος λοιπόν του κυρίου Μπάμπη, ήταν κάπως απομακρυσμένο από το δίπατο σπίτι που μέναμε, την εποχή που το γνώρισα καλά, αν και στο πρώτο μας, ήμασταν γείτονες. 
Ευτραφής ο κύριος Μπάμπης, ψηλός, φορούσε πάντα μια λευκή μπλούζα, που αν και συμμετείχε στην διαδικασία της παρασκευής των διάφορων γλυκών, ήταν πάντα καθαρή!
Ευγενικός με όλους, πρόσεχε νομίζω πάντα, εκτός από την ποιότητα και το λεπτό του αλά Έρολ Φλυν μουστάκι του. Ο όγκος του και ο τρόπος της συμπεριφοράς του , δεν άφηνε πολλά περιθώρια για να τον πλησιάσεις και να πεις μια κουβέντα παραπάνω , ίσως να έφταιγε κι εκείνη η παλιά ιστορία , που είχαν να λένε οι παλιές Πολίτισες και οι άλλες οι Σμυρνιές της γειτονιάς , για την γυναίκα του , που δεν είχε σταθεί αντάξια της συζυγικής του εμπιστοσύνης . Είχε και μια κόρη ο κύριος Μπάμπης , την Μάρα , μεγαλύτερη από μένα . Νταρντάνα κοπέλα , σαν την μάνα της την σουρτούκω όπως την έλεγαν , αλλά ήταν υπόδειγμα καλής μαθήτριας είχα μάθει .Εκείνη , η μάνα της δηλαδή , ήταν η ωραία της γειτονιάς . κατέβαινε με χάρη τον φαρδύ δρόμο που οδηγούσε στην λεωφόρο , όπου στην γωνία είχαν το μαγαζί τους κι έτριζαν οι πλάκες ! Κομψή με το μαλλί της πάντα φτιαγμένο . Δεν την θυμάμαι ποτέ ατημέλητη . με φώναζε Αλεκάκι , ακόμα κι όταν όντας πατέρας κι εγώ , πέρναγα έξω από το ζαχαροπλαστείο τους με τον μεγάλο μου από το χέρι .
Το μαγαζί του κυρίου Μπάμπη , που ξέχασα να πω , ήταν από τους παλιούς κατοίκους της μικρής προσφυγικής γειτονιάς μου , ήταν στην γωνία του φαρδιού δρόμου και της μοναδικής λεωφόρου . Κάπως υπερυψωμένο , με το εργαστήριο να είναι στο υπόγειο , που μάλλον θα ήταν ψηλοτάβανο αφού τα λιγοστά του παράθυρα , φαίνονταν να αγγίζουν το ταβάνι του . Στην μία πλευρά , του μαγαζιού , είχε κατασκευάσει μια συρόμενη τζαμόπορτα που άνοιγε όταν έπρεπε να βάλει εμπρός μια τεράστια σκούρα  μηχανή που καβούρδιζε κόκκους καφέ . 
Τι γινόταν τότε ...
Όλη η περιοχή μοσχοβολούσε καφέ . Τρέχαμε οι πιτσιρικάδες , να την δούμε να δουλεύει και να χαζέψουμε τις μικρές μπλε φλόγες που ζεσταίνανε το μεγάλο στρογγυλό ταψί . Αυτό το πανηγύρι , δεν γινόταν κάθε μέρα μα όποτε φαντάζομαι ότι το απόθεμα του έτοιμου καφέ σωνόταν ή όταν ανέβαζε ταψιά με φρέσκιες πάστες από το υπόγειο εργαστήριο ή ακόμα κι όποτε μάθαινε από την γειτονική εκκλησία , ότι επίκειται κηδεία ή κάποιο μνημόσυνο . Ήταν συνήθεια από παλιά και μάλλον φερμένη από τα πατρικά τους χώματα , να πηγαίνουν στο σπίτι του πενθούντα , φρέσκο καφέ .
 Είχε βέβαια και τις σπεσιαλιτέ του ο κύριος Μπάμπης . Ήταν οι τεράστιοι και υπερβολικά πασπαλισμένοι με τρούφα , νέγκροι . 
Αξέχαστοι θα μου μείνουν . Δεν υπήρχε περίπτωση να πας στο μαγαζί του και να μην υπάρχουν στο μεγάλο του ψυγείο . Τους έβλεπες να στέκονται και ήταν σαν να σου μιλάνε και να σε παρακαλούν να τους πάρεις .
Ο  μάστορας που είχε -γιατί ξέχασα να πω , πως πολύ αργότερα έμαθα πως αυτός δεν ήξερε τίποτα απολύτως από ζαχαροπλαστική- ένα ψηλός ξανθός , που τον έβλεπα για χρόνια , ακόμα κι όταν εγκατέλειψε το μαγαζί του ο κύριος Μπάμπης λόγω συνταξιοδότησης , ήταν καλός τεχνίτης της σοκολάτας , σε αντίθεση με τις άσπρες κρέμες που εμένα μου άφηναν μια πικρίλα . 
Σαν μεγάλωσα λίγο , συνδύαζα το κρυφό τηλεφώνημα , από τον τηλεφωνικό θάλαμο που ήταν απέναντι από το μαγαζί του , με λίγα μπισκότα Παπαδοπούλου , που τότε τα πουλούσαν χύμα και τα έβρισκες σε κάτι μεγάλα τσίγκινα κουτιά με γυάλινο καπάκι , ώστε να φαίνεται το περιεχόμενο ή με μια μικρή σακούλα σοκολατάκια σε σχήμα μαργαρίτας .
Το στενό πεζοδρόμιο μπροστά από το μαγαζί του , δεν επέτρεπε να στήσει τραπεζάκια , αν κι εκείνη την εποχή , η κίνηση της λεωφόρου ήταν τόση που θα επέτρεπε στους θαμώνες να απολαύσουν μια σοκολατίνα ή έναν νέγκρο . Μα δεν ήταν μόνο αυτό , ήταν και το περίπτερο του κουνιάδου του ! Αυτό ήταν στημένο ακριβώς πάνω στην γωνία και μάλλον εμπόδιζε με τις μεγάλες του τέντες . Μα ήταν κουνιάδος του , είχαν παντρευτεί δυό αδελφές , τι να έκανε ;
To Αμιράλ , ήταν σχεδόν απέναντι από το καινούργιο μας σπίτι , που ήταν δίπατο . Πάνω μέναμε εμείς και κάτω η χήρα σπιτονοικοκυρά μα τους δυό γιούς της και την γριά μάνα της . Το νοίκιαζε για να μπορέσει να το ξεχρεώσει . Τι αγώνα έκανε κι αυτή .
Εμένα , δεν μου άρεσε αυτή γειτονιά , γιατί πια οι φίλοι μου ήταν κάπως μακριά και η ιδέα να βρω νέους , δεν μου άρεσε μπορώ να πω . Αφήστε που , δεν ήταν τόσο γειτονιά , όσο η προηγούμενη , έτσι όπως την είχα μάθει και συνηθίσει . Είχε όμως ένα πλεονέκτημα που με έκανε να το συμπαθήσω κι αυτό ήταν το μπαλκόνι , που συντηρούσε τις ώρες που απομονωνόμουν , συντροφιά με κάποια βιβλία ή με μια παλιά σκακιέρα που δεν θυμάμαι πως βρέθηκε στα χέρια μου . 
Θυμάμαι λοιπόν το Αμιράλ , από τότε που ξεκίνησε να φτιάχνεται . Τις μεγάλες του τζαμαρίες , τα έξη μεγάλα πλαστικά πλαίσια , που πάνω τους υπήρχαν ανάγλυφα τα γράμματα , Α , Μ , Ι , Ρ , Α , Λ αλλά και τα πέντε λευκά φερφορζέ τραπεζάκια , στην άκρη με τα τυρκουάζ από δερματίνη μαξιλάρια για όσους ήθελαν να απολαύσουν κάποιο γλυκό και πράγματι , τα γλυκά του ήταν θεσπέσια ...
Δύο οι συνεταίροι ιδιοκτήτες , πολύ γρήγορα έγιναν αγαπητοί στην γειτονιά και η δουλειά τους ανέβαινε συνεχώς . Ο Γιάννης κι ο Βασίλης . 
Τους θυμάμαι κι αυτούς σαν να τους βλέπω τώρα μπροστά στα μάτια μου . Ο Γιάννης , ψηλός ευθυτενής και πολύ αδύνατος , ήταν η ψυχή του εργαστηρίου . Μου ήταν ιδιαίτερα αγαπητός γιατί ένα χαμόγελο , θαρρείς και ήταν καρφωμένο στο πρόσωπό του , αλλά και γιατί ήταν πατριώτης μας . Αλεξανδρινός κι αυτός . Τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες , που μαζευόταν μια παρέα και μαζί μ' αυτήν και οι δικοί μου , παράταγε τις σπάτουλες , τα κορνέ και τα συρμάτινα αναδευτήρια κι ερχόταν καθόταν δίπλα στον πατέρα μου και κουβέντιαζαν ώρες ολόκληρες ως τα βαθιά μεσάνυχτα , πάντα στα αραβικά , κινώντας την περιέργεια των περαστικών . 
Ο άλλος ήταν ο Βασίλης . Μέτριος στο ανάστημα , μελαχροινός , πολύ νεώτερος από τον Γιάννη , ήταν στην πώληση και στο σέρβις των πελατών θαμώνων . Ευγενικός και πάντα με μια καλή κουβέντα στο στόμα του για τον καθένα . Δεν υπήρχε περίπτωση να μην φιλέψει με ένα μικρό γλύκισμα , όποιον έμπαινε στο μαγαζί του . 
Ο Βασίλης ήταν από τον Βόλο , από κάποιο χωριό κοντινό στην πραγματική πατρίδα του πατέρα μου , οπότε κάτι υπήρχε για να μας συνδέσει και μ' αυτόν , οπότε μοιραία , η αρχική μας προτίμηση στους νέγκρους και τις σοκολατίνες του κυρίου Μπάμπη , περιορίστηκαν .
Έφυγε όμως γρήγορα , πολύ νέος και στο πόδι του άφησε την μικροκαμωμένη γυναίκα του , που όμως , θες οι περιστάσεις , θες η φτιάξη της , ήταν απόμακρη και ψυχρή .
Η σπεσιαλιτέ τους ήταν κι αυτών η σεράνο και μια σοκολατίνα που έκρυβε μέσα της λευκή σαντιγύ και ήταν πασπαλισμένη με φιστίκι αιγίνης και την έλεγαν Νεφερτίτη ! 
Όταν ήταν καλός ο καιρός , υπήρχε κόσμος που καθόταν στα τραπέζια που υπήρχαν στο πεζοδρόμιο και οι δικοί μου , ιδιαίτερα τα καλοκαίρια , όταν σκοτείνιαζε αρκετά , κάθονταν κι έπαιρναν κάποιο γλυκό . Για μένα , δεν επιτρεπόταν να καθίσω με τους μεγάλους , αλλά τους παρακολουθούσα από το απέναντι μπαλκόνι κι όταν η ώρα πέρναγε κι έπρεπε να βρεθώ στο κρεβάτι μου , στεκόμουν πίσω από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας και τους άκουγα να μιλάνε . 'Πολλές φορές , δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι λέγανε . Μου άρεσε να τους ακούω και πιο πολύ τον πατέρα μου και τον γιάννη κι ας μην καταλάβαινα τι έλεγαν .
Όταν μερικές φορές , οι συζητήσεις γινόντουσαν πολύ χαμηλόφωνα , αργότερα το κατάλαβα , ήταν γιατί είχαν πολιτικό περιεχόμενο . Το πως το κατάλαβα , σήμερα μου φαίνεται πολύ αστείο , μα τότε , εν μέσω χούντας , είχα τρομάξει πολύ . Στην παρέα τους , αργά προστίθεταν και ο κύριος Νόμπελ , όπως μου άρεσε να λέω τον βιβλιοπώλη , ο Κοσμάς ο ραδιοτεχνίτης κι ο κυρ Γιώργος ο παλιός ΕΛΑΣίτης !!!
Σ' αυτή την γειτονιά , δεν μείναμε πολλά χρόνια . Νομίζω μόνο δύο . Ήταν η τελευταία μου χρονιά στο δημοτικό και η πρώτη μου στο γυμνάσιο . Δύσκολα χρόνια , αλλά γλυκά , πολύ γλυκά κι ας είναι καλά εκεί που είναι ο Γιάννης κι ο Βασίλης .
- Έτσι ήταν τότε κύρ ΑΜ τα πράγματα . Είχες δυό δραχμές , έτρωγες ένα γλυκό . Σήμερα έχεις δύο ευρώ , πίνεις ένα καφεδάκι και κάθεσαι με τις ώρες με μια παρέα , πολλές φορές , άγνωστη σου και δίνεις την εντύπωση πως το μαγαζί είναι πάντα γεμάτο από νέους , φρέσκους πελάτες .
Δεν μίλησε , πάλι έσκυψε βυθισμένος στις σκέψεις του . Αυτός από καιρό , τα είχε κόψει όλα . Μόνο που και που , συναντούσε έναν δυό φίλους για πολύ λίγο . Κανείς πια δεν ανεχόταν την μουρμούρα του που γρήγορα γινόταν μιζέρια .


Δεν υπάρχουν σχόλια: