Σάββατο

Η μικρή κάρτ ποστάλ.

Έχουν περάσει τόσα χρόνια πια, που μπορώ, έχω κάθε δικαίωμα να σχολιάσω, τα μικρά, μα και μεγάλα του κουσούρια. Δεν μπορούσες να τον πεις άνθρωπο που του άρεσε να τζογάρει. Μάλλον ήταν αυτή κρυφή επιθυμία που έχουμε όλοι μέσα μας, να φτιάξουμε πιο εύκολη την ζωή μας, να ξεφύγουμε κάπως. Αυτός είχε κι άλλον έναν λόγο. Οι μνήμες, από αυτά που έζησε κι αυτές οι μνήμες που θα ήθελε από μια ζωή που ποτέ του δεν έζησε.
Ακόμα ήταν κι αυτό το αίσθημα της σιγουριάς, που σου έδινε, όταν τον έβλεπες να ''παίζει'' και της κόντρας που υπήρχε σε εξέλιξη, κάθε φορά που θα τολμούσες να εκφράσεις μιαν άλλη άποψη στο στοίχημα του. 
Έτσι λοιπόν, μέχρι τα τελευταία του, έπαιζε. Μην φανταστείτε τρελά ποσά. Δεν είχε και πολλά. Ποτέ δεν είχε κερδίσει κάποιο σοβαρό ποσό. Κάποιος που θα τον γνώριζε καλά, όπως εγώ ή η Μάνα μου, θα νόμιζες πως ήταν, από τα πριν σίγουρος για την χασούρα. Έτσι, όταν κοίταζε στις μέσα σελίδες, τους αριθμούς που είχαν κληρωθεί στο Λαϊκό λαχείο, το πρώτο που κοίταζε ήταν αν το δικό του, ήταν στους λήγοντες. Το ίδιο γινόταν κι όταν τις παραμονές στηνόταν στο ραδιόφωνο για να ακούσει από πρώτο χέρι, την κλήρωση του Συντακτών. Τον έβλεπες να ακούει αφηρημένα, αλλά με όλα του τα αντανακλαστικά σε εγρήγορση, όταν στο τέλος ο εκφωνητής έλεγε τους λήγοντες.
Θα μπορούσα να σας εξιστορήσω και διάφορα άλλα, με το κεντρικό πρακτορείο στα Χαυτεία, που προμηθευόταν τα λαχεία του. Ήταν πελάτης καλός, τον γνώριζαν με το μικρό του όνομα, ''καλώς τον κύριο Γιώργο μας'' κι ας έπαιζε μικροποσά.
H μαγεία όμως η μεγάλη, ήταν με το Προ-Πο!
Αυτό ήταν μια αρρώστια, περίεργη όμως. Παρουσίαζε συμπτώματα πυρετού κι αγωνίας μαζί με χαρά , ανακούφιση κι αμέτρητο με κάθε τρόπο, εκνευρισμό. Αυτά τα συμπτώματα, εμφανίζονταν το Σάββατο τ΄απόγευμα κι εξαφανίζονταν πολύ αργά το βράδυ της Κυριακής. Το αμέσως επόμενο πρωινό, έκανε την εμφάνιση της μια απίθανα όμορφη αισιοδοξία, που όμως έδινε την θέση της πάλι στα συμπτώματα που είπα κι έτσι είχαμε έναν κύκλο που δεν έκλεισε παρά μόνον εκείνο το κρύο πρωινό του Νοέμβρη, που δεν θυμάμαι ποιάς χρονιάς ήταν...
Τα Σάββατα λοιπόν, από νωρίς μ' έστελνε στο προπατζίδικο, να φέρω 2-3 δελτία απλά. Πολλά δεν ήξερε από ποδόσφαιρο, μπάλα, αμφιβάλλω αν είχε κλωτσήσει σαν μικρό παιδί, δεν μου είχε πει ποτέ το παραμικρό. Του άρεσε όμως, τα μεσημέρια της Κυριακής, να στήνεται στο παλιό ραδιόφωνο δίπλα και να ακούει τις μεταδόσεις, μάλλον αφηρημένα όμως γιατί πάντα, μα πάντα, είχε το πενάκι στο χέρι του και ζωγράφιζε. Αργότερα, πριν σβήσουν και τα τελευταία φώτα του σπιτιού, γαντζωνόταν στο ράδιο να ακούσει την γνώριμη φωνή, να λέει ''...η νικητήρια στήλη του ΟΠΑΠ έχει ως εξής..."!
''... Πανσερραϊκός Απόλλων Αθηνών 3-0 σημειώσατε ένα, Ολυμπιακός Πειραιώς Πιερικός 3-0 σημειώσατε ένα , Τρίκαλα Παναθηναϊκός 1-4 σημειώσατε δύο ,  Λεμεσός Βύζας Μεγάρων 1-3 σημειώσατε δύο... Ακολουθεί η νικητήρια στήλη 1 1 Χ 1 2 Χ ... κατά την διαλογή ευρέθησαν ...'' κι αμέσως μετά μια σιγή που πρόδινε απογοήτευση απλωνόταν στο δωμάτιο.
Όταν έπιανε και καλοκαίριαζε, ήταν η καλλίτερή μου. Έβαζε τον μπικ στην πάνω τσέπη του σακακιού του, με έπαιρνε από το χέρι, παιδί ακόμα με κοντά παντελόνια και πηγαίναμε στο ΠροΠατζίδικο του κυρ Χρήστου.
Το θυμάμαι ακόμα. Μερικές φορές περνάω από κει. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, μα έτσι για να δω πόσο και τι έχει αλλάξει και μετά στεναχωριέμαι και λέω δεν θα ξαναπεράσω κι όλο το ξεχνάω. Απ' έξω είχε ένα μεγάλο πεύκο, τεράστιο φαινόταν στα μάτια μου και ήταν. Δίπλα ακριβώς το καφενείο με τα πέντε έξη τραπεζάκια του έξω, πάντα γεμάτο. Δεν ήταν το μοναδικό, αλλά ήταν το κεντρικό στην μικρή μου γειτονιά. Αν έψαχνες κάποιον, πρώτα εκεί πήγαινες. Ένας μεγάλος πάγκος, έπιανε την μία πλευρά του τετράγωνου μαγαζιού απ' άκρη σ' άκρη. Ποτέ δεν μπορούσα να δω τι έκρυβε ο πάγκος αυτός από πίσω. Ποτέ δεν είχα δει τον άνθρωπο που έπαιρνε το τρίπτυχο δελτίο και γκάπα γκουπ το σφράγιζε, κολλούσε την ταινία και στο επέστρεφε. Ήταν ένα μυστήριο για μένα. όση ώρα περιμέναμε για να καταθέσουμε το δελτίο, χάζευα τους τοίχους με τους πίνακες. Βαθμολογία Α΄Εθνική, Β΄Εθνική, Γ΄Εθνική, Ιταλία. Απέναντι μικρά καδράκια με φωτογραφίες παικτών της εποχής. Ο Μίμης, ο άλλος Μίμης, ο Κούδας, ο ψηλός ο Αντώνης ο γκολτζής του παναθηναικού κι άλλοι πολλοί και σημαιάκια πολύχρωμα, σε διάφορα σχήματα τριγωνικά, με στρογγυλεμένες πλευρές, τετράγωνα, με κορδόνια χρυσά να κρέμονται και γύρω γύρω κρόσσια.
Γελάω καμιά φορά, σαν θυμάμαι τον κυρ Αριστείδη πούχε το κατάστημα με τους νεωτερισμούς, με τον αδελφό του κυρ Μηνά, τον παγοπώλη, να με πειράζουν ρωτόντας με να τους πως τι ομάδα είμαι και τότε ψευδά τους έλεγα παθαναικός και τρανταζόταν στα γέλια όλο το πρακτορείο.
Ένα τέτοιο Σάββατο θα ήταν, που ο άνθρωπος που δεν είχα δει ποτέ, μήτε καν το χέρι του και που μονάχα τον άκουγα γκάπα γκουπ να σφραγίζει, μου χάρισε μία μικρή καρτ ποστάλ.
Αυτή του παίκτη που σαν μεγάλωσα, έμαθα πως εκείνη την χρονιά είχε κερδίσει το χρυσό παπούτσι, αλλά δεν έχω ξεχάσει ποτέ το όνομά του.
Εουσέμπιο.
Μου άρεσε τόσο πολύ αυτή κάρτα. Γυαλιστερή, μα και το πρόσωπο ήταν τόσο γλυκό. Μου είχε κάνει εντύπωση στα οχτώ μου χρόνια, πως είναι δυνατόν στην Πορτογαλία να έχει μαύρους παίχτες.
Την φύλαγα σαν τα μάτια μου αυτήν την κάρτα στο μικρό καρτονένιο κουτί, που μέσα έβαζα ότι δεν ήθελα να χάσω, μα όταν πέρασαν τα χρόνια με τι τόσες μετακομίσεις, το έχασα ολόκληρο.
Σπάνια την έβγαζα από κει, μονάχα όταν η ''μαρίδα'' της γειτονιάς μαζευόταν να παίξει μπάλα, την έπιανα στα χέρια μου και τον κοίταζα βαθιά μέσα στα μάτια, σαν να ήθελα να κλέψω όλα του τα μυστικά.
Άλλωστε, τι τα ήθελε αυτός; 
Έτσι κι αλλιώς, είχε κερδίσει το Χρυσό παπούτσι αυτός, ενώ εγώ;