"Με πατημένα τα δεκάξι, άλλες εποχές, θα ήταν δύσκολο να χωρέσεις στην παρέα των μεγάλων. Τώρα είναι διαφορετικά υποθέτω'', μου είπε σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι του για να με παρατηρήσει μάλλον παρά για να με δει, πάνω από τα στενά πρεσβυωπικά του γυαλιά.
Δεν ήξερα τι να του απαντήσω, δεν κατάλαβα κιόλας αν υπήρχε κι ερωτηματικό στο τέλος της πρότασής του. Έγνεψα μόνο κάτι που θύμιζε συγκατάβαση πιο πολύ γιατί δεν ήθελα να πάρει άλλη τροπή η κουβέντα μας. Τώρα πλέον είμαι σε θέση να καταλάβω τις διαθέσεις του Κυρίου ΑΜ. Νομίζω δηλαδή.
''Έπνεε ένα άνεμος ελευθερίας. Τον ένιωθες ακόμα και τις μέρες εκείνες του καλοκαιριού, που δεν σ' έφτανε να κοιμηθείς στην ταράτσα απ' την ζέστη. Τον ένιωθες ακόμα και στις συζητήσεις, όχι αυτές των πρώτων ημερών που όλοι κοιτάζονταν καχύποπτα γιατί δεν ήξεραν τον απέναντι τους. Ακόμα τον αισθανόσουν σε όλες τις φυλλάδες και στα βιβλία που σιγά σιγά κυκλοφορούσαν ελεύθερα κι άφοβα.''
''Μια τέτοια πνοή του ανέμου έφτασε για να με σπρώξει και να χωρέσω στην παρέα των μεγαλύτερων. Εντάξει, μην φανταστείς τίποτα και πολύ πιο μεγάλους, ίσαμε τέσσερα με πέντε χρόνια διαφορά, αλλά ξέρεις πως γίνετε, σαν είσαι κάτω απ τα είκοσι, στην εφηβεία σου αυτά τα 4-5 φαίνονται τεράστια διαφορά."
Ήταν αδύνατο να καταλάβω που το πήγαινε, για ποιό πράγμα ήθελε να μου μιλήσει κι ενώ προσπαθούσα να το κάνω, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε αργά προς την ανοιγμένη τηλεόραση. Τον παρακολούθησα με την άκρη των ματιών μου αλλά η ένταση του ήχου με έκανε να ξυπνήσω κάπως. "...οι νεαροί κουκουλοφόροι αυτή την στιγμή, εκτοξεύουν προς τις δυνάμεις της αστυνομίας, δεκάδες αυτοσχέδιες βόμ...". Με μια απότομη κίνηση, σαν να έδιωχνε κάτι κακό, έκλεισε την τηλεόραση.
"Είχε αρχίσει να φθινοπωριάζει και οι συναυλίες στα γήπεδα είχαν τελειώσει. Την σκυτάλη έπαιρναν οι κλειστοί χώροι, μόνο που έπρεπε να είναι τώρα πιο μεγάλοι. Οι κλασσικές μπουάτ, δεν έφταναν να χωρέσουν τόσο κόσμο που τους έσπρωχνε ο άνεμος που σου έλεγα. Το ''κύτταρο'' ήταν ότι έπρεπε. Διέφερε, έδειχνε να είναι κάτι πιο καινούργιο αλλά όχι πολύ διαφορετικό από αυτό που ξέραμε , που ήξεραν. Έτσι, λίγο με γκρίνια, λίγο με πείσμα, τρύπωσα κι εγώ και πέρασα στριμωγμένος με τον πολύ κόσμο στο Κύτταρο."
Δεν μπορούσα να τον ακούσω. Την προσοχή μου είχε αποσπάσει κι αυτό για πρώτη φορά δεν τον ενοχλούσε, αυτό που ακουγόταν από το παλιό του κασετόφωνο. Αναγνώρισα τις φωνές καθώς ο περίεργος ήχος πλημμύριζε το δωμάτιο σαν τον άνεμο που τότε τα σάρωνε όλα.
"... Κι εκείνος κι εκείνος κι εκείνος
που σωπαίνει θα χαθεί, θα χαθεί.
Κι εκείνος κι εκείνος κι εκείνος
που σωπαίνει θα χαθεί, θα χαθεί..."
* Χαρισμένο σ' αυτούς που δεν ένιωσαν τον άνεμο και που σήμερα είναι σαν να τον νιώθουν. Στους Φίλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου