Σάββατο

Το ρωμαϊκό καλοκαίρι των ναυαγίων, η Μελίνα κι ο Λάκης που δεν γύρισε ποτέ...

Αυτό το μικρό post, που δεν είναι τίποτα άλλο από μια απλή αντιγραφή, θα μπορούσε κι ίσως να έπρεπε να είναι ένα μικρό αφιέρωμα, σ' αυτόν που έκανε την συγγραφή του μικρού διηγήματος από το οποίο προέκυψε το συγκεκριμένο απόσπασμα.

Όμως δεν είναι. Ίσως άλλη μέρα.


Μέρες άνοιξης κι Απρίλης που πλησιάζει, θυμήθηκα τις πρώτες μέρες της Χούντας. Το πέρασμα της δεν στιγμάτισε άμεσα τον στενό κύκλο μας αλλά έναν ολόκληρο Τόπο με όποιον ζούσε σ' αυτόν και σήμερα ακόμα πληρώνουμε, κι εγώ μαζί, τις συνέπειες της.
Η επαφή μου με τους ανθρώπους των Αρχείων της Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, έγινε η αιτία να φτάσει στα χέρια μου, σαν αντίδωρο, ένα μικρό βιβλιαράκι ανάμεσα σε άλλα δύο. Ο Δημήτρης Καραχάλιος από μια γωνιά της Αργολίδας, με την πείρα της οργανωμένης ζωής του στην ΕΠΟΝ, πρωτοστατεί μαζί με άλλους Νεολαίους, στην ίδρυση της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Με την κήρυξη της δικτακτορίας, την επιβολή της στρατοκίνητης χούντας, διέφυγε από τύχη της σύλληψης και βρέθηκε στην Ρώμη. 

"Το ρωμαϊκό καλοκαίρι των ναυαγίων'' είναι ένα μικρό αφήγημα, αυτοβιογραφικό, των ημερών της Ρώμης. Υπάρχει η μαρτυρία του, που αφού φροντίστηκε, εκδόθηκε με ευθύνη των Αρχείων από τις Εκδόσεις Βιβλιόραμα.

Για την Μελίνα Μ. -όπου το Μ θα μπορούσε να είναι ένα συντομεευμένο Μας- δεν θα γραφτούν πολλά εδώ σε τούτο το post. Μονάχα μια ευχή, να διαβαστεί από εκείνους που την μίσησαν γιατί απλά μίσησαν και την δημοκρατία κι έναν Λαό ολόκληρο και που συνεχίζουν να την μισούν γιατί η έχθρα τους απέναντι στον Λαό αυτό είναι μπολιασμένη με τα χειρότερα αισθήματα. 



" Ο Λάκης ήταν ο τελευταίος που μας ήρθε, όταν πια πολλοί είχαν κιόλας φύγει. Τον έφερε ένα βράδυ ο Νίκος, ο δημοσιογράφος. Σκέφτηκα: ''Επιτέλους, πόσους είχαμε που είχαν κάνει μαζί εξορία στον Άη Στράτη''. 
   Έφτασε την ώρα που τρώγαμε, καταχαρούμενος, λες και δεν είχε έρθει σαν πολιτικός πρόσφυγας αλλά σαν πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ρώμη. Τον ήξερα από την Αθήνα. Παρά τα χρονάκια του και τις ταλαιπωρίες, ήταν γερός και θορυβώδης.Μόλις μας είδε φώναξε, γελώντας δυνατά:
      "Ρε σεις, τι κάνετε εδώ;"
      Και καθώς είδε τα μακαρόνια στα πιάτα μας γύρισε στον σερβιτόρο τον Αλμπέρτο με τα αλλήθωρα μάτια, τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη και είπε:
      " Άαα, όπως εσείς μακαρούνια, εμείς φασούλια''.
       Όσο καιρό έμεινε στη Ρώμη ο Λάκης δεν κατάφερε να μάθει παρά τέσσερις μόνο λέξεις: amico, bottiglieria, mezzo-litro (μισό λίτρο). Bottiglieria είναι μια ιδιότυπη ρωμάνικη ταβέρνα που προσφέρει μόνο κρασί. Το φαγητό το κουβαλάς από το σπίτι σου. Ο Λάκης, που είχε ο φουκαράς αδυναμία στο κρασάκι, όποτε του δινόταν η ευκαιρία έμπαινε στην bottiglieria της γειτονιάς και φώναζε:
      "Amico, mezzo-litro...".
      Το 'λεγε η καρδούλα του Λάκη. Δεν το' βαζε εύκολα κάτω. Μια μέρα μας ειδοποίησαν ότι θα 'ρχόταν στη Ρώμη η Μελίνα που, άπατρις κι αυτή όπως κι εμείς, και χωρίς την ελληνική υπηκοότητα, γιατί έτσι είχε αποφασίσει ο Παττακός, γύριζε από χώρα σε χώρα βγάζοντας λόγους και τραγουδώντας. Κλείστηκε ένα μεγάλο θέατρο για μια αντιχουντική εκδήλωση. Το βράδυ εκείνης της ημέρας μαζευτήκαμε όλοι οι Έλληνες και πολλοί Ιταλοί, κι ανάμεσά τους πολλοί γνωστοί συνάδελφοί της, ηθοποιοί. Ο χώρος μπροστά στο θέατρο είχε γεμίσει. Η Μελίνα έφτασε φορώντας ένα κοστούμι, κάτι παρόμοιο με φορεσιά διαμαρτυρόμενου πάστορα, με λευκό περιλαίμιο, όμορφη, μ' ελέυθερα τα ξανθά της μαλλιά.
       Εκείνη τη στιγμή απ' το απέναντι πεζοδρόμιο ακούστηκε μια φωνή:
      "Κουμμούνια, θα πεθάνετε!".
      Καμιά δεκαριά φασιστάκια, συνεργάτες της πρεσβείας, φοιτητές, είχαν μαζευτεί εκεί για τις σχετικές αποδοκιμασίες και απειλές.
κανένας μας δεν έδωσε σημασία. Μόνο ο Λάκης όρμησε στη μέση του δρόμου, αδιαφορώντας για τ' αυτοκίνητα που περνούσαν, κι έτρεξε καταπάνω στα χουντάκια, φωνάζοντας:
     "Ελάτε δω ρε πουσταριά, φασίστες, γαμώ το σπίτι σας τσογλάνια! Ελάτε να σας δείξω ποιός θα πεθάνει!".
     Είδαμε και πάθαμε να τον τραβήξουμε πίσω. Άφριζε.
    "Φτού σας ρε, που τους καμαρώνετε και δεν τους έχετε λειώσει'', μας φώναζε.
    Τον πήρα μέσα στο θέατρο και τον έβαλα να καθήσει. Κάθησα κι εγώ δίπλα του. Στάθηκε αδύνατο να τον ηρεμήσω. Φούσκωνε και ξεφούσκωνε.
    "Πάψε, ρε Λάκη, να, άκου τη Μέλίνα που τραγουδάει τη Ρωμιοσύνη του φίλου μας του Μίκη''.
    Τίποτα αυτός.
    "Ντροπή, ρε Μίμη, ντροπή τα τσογλάνια, αλλά εσείς φταίτε. Φοιτητές είπες είναι; Και που είναι το Πανεπιστήμιο;"
     Ήθελε να πάει στο Πανεπιστήμιο, να τους βρεί, να καθαρίσει.
    Σε λίγο καιρό ο Λάκης αρρώστησε. Το mezzo-litro τον θέρισε. Οι γιατροί στο νοσοκομείο τον καταδίκασαν αμέσως: Κίρρωση του ήπατος. 'Εσβηνε ο καημένος ο Λάκης. 'Εφυγε για τη Ρουμανία. Και δεν ξαναγύρισε ποτέ ούτε στη Ρώμη ούτε στην Ελλάδα."
    
     

Δεν υπάρχουν σχόλια: