Δευτέρα

Οι Ομολογίες

Αυτό που λέμε σήμερα ''ρεμπέτικο'' τραγούδι, δεν ξέρω αν θα το γνωρίζαμε με την μορφή που ήδη ξέρουμε, αν δεν είχαν προηγηθεί όλα τα τραγικά γεγονότα του ξεριζωμού των ανθρώπων στα 1922 από την Μικρά Ασία.
Ίσως αυτή μου την απορία να την έχουν λύσει ή να έχουν δώσει επαρκείς εξηγήσεις οι μουσικολόγοι και οι άλλοι περί την μουσική επιστήμονες και ειδικοί.
Δεν χωρά όμως καμία διαφορετική ερμηνεία και παρανόηση, το ότι εκείνα τα πρώτα τραγούδια που ακούστηκαν στους χωμάτινους δρόμους των προσφυγογειτονιών της Αθήνας, είχαν σαφείς επιρροές, από τον τρόπο που ζούσαν οι πρόσφυγες της Ιωνίας.
Ξεπερνώντας κατά κάποιο τρόπο, τις δυσκολίες του πρώτου καιρού, πείνα, αρρώστιες κ.α. κι αφού τα διάφορα επιτροπάτα είχαν αναλάβει να ''ταχτοποιήσουν'' τους πρόσφυγες, η ζωή, με τους νέους όρους πια, άρχισε να κυλάει ξανά, δύσκολα αλλά να κυλάει.
Από την άνοιξη του 1923 άρχισαν να στήνονται στις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές, οι προσφυγικοί συνοικισμοί, σε ''οικόπεδα'' που παραχωρούσε το κράτος, χωρίς τρεχούμενο νερό, φως, συγκοινωνίες και δρόμους.
Χαμόσπιτα και παράγκες ''φύτρωσαν'' στην Κοκκινιά, στην Καισαριανή, στους Ποδαράδες, στο Δουργούτι, στην Καλλιθέα, στην Δραπετσώνα κι αλλού.
Το Κράτος, η Ελληνική Πολιτεία είχε μεριμνήσει για την φροντίδα τους, ζητώντας από τους ξένους χρηματιστηριακούς οίκους τεράστια δάνεια. Μα δεν ήταν μόνο αυτά, μερίδιο είχαν οι ''τουρκόσποροι'' κι από τις αποζημιώσεις που είχαν πληρώσει και οι Τούρκοι.
Τίποτα από αυτά όμως, δεν έφτασε ποτέ στους φτωχούς παραλήπτες, παρά μονάχα ένα μικρό μέρος κι αυτό κομμένο και ραμμένο στα μέτρα αυτών που 'κάναν κουμάντο.
Τα πιο πολλά πήγαν στις τσέπες διαφόρων επιχειρηματιών -όχι πως ήταν άδειες- με την δικαιολογία ότι θα άνοιγαν εργοστάσια για να δουλέψουν οι πρόσφυγες συμπατριώτες τους.
Από το 1926 και μετά, άρχισαν να καταβάλλονται οι πρώτες αποζημιώσεις για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους.
Αυτές, οι αποζημιώσεις, θα έφταναν μόνο το 1/5 της περιουσίας τους και το μικρότερο μέρος θα ήταν σε μετρητά ενώ το μεγαλύτερο, σε ομολογίες, που αποδείχτηκε αργότερα πως δεν ήταν τίποτα άλλο από μια ακόμα κοροϊδία. 
Όμως παρά τις δυσκολίες, η ζωή συνεχιζόταν και αργά αργά οι άνθρωποι παρά τις ταλαιπωρίες βρίσκαν ξανά την δύναμη να στήσουν τα νοικοκυριά τους και να προκόψουν όσο μπορούσαν στις άγριες συνθήκες της εποχής.
Εργοστάσια φτιάχτηκαν, μεροκάματο μικρό αλλά σταθερό κάπως μπήκε στο σπιτικό, πλίνθοι και κεραμίδια αντικατάστησαν τους πρώτους τσίγκους και σιγά σιγά η ζωή βρήκε έναν ρυθμό. Επιστρέψαν στις παλιές συνήθειες κι όσο το επιτρέπαν οι καιροί, ακούστηκαν στις φτωχικές γειτονιές και τα πρώτα τραγούδια. Αυτά δεν μπορούσαν να μην είναι πάνω στους ίδιους μουσικούς δρόμους που γνώριζαν κι είχαν φέρει μαζί τους στα λιγοστά τους πράγματα, στις ψυχές τους μέσα, οι πρόσφυγες. Αυτό που άλλαζε μόνο, ήταν η θεματολογία. Ο πόνος της ξενιτιάς, όλες οι δυσκολίες που βρήκαν μπροστά τους, η φτώχεια, πήρε την θέση από τα αλέγρα τραγούδια της Μικρασίας. 
Όμως υπήρχε και κάτι νέο. Η σάτιρα!
Ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο "Ρεμπέτικο και πολιτική" (Σύγχρονη Εποχή 1999) γράφει:
Ένα τραγούδι με τίτλο ''οι ομολογίες'' άρχισε τότε να κάνει το γύρο των συνοικισμών, των πόλεων κι όλης της Ελλάδας, παντού όπου υπήρχαν πρόσφυγες. Έφτασε ακόμη και μέχρι την Αίγυπτο και την Αμερική, όπως αποδείχνουν οι διάφορες παραλλαγές που φωνογραφήθηκαν σε δίσκους.


Καθώς τραγουδούσαν τις ''Ομολογίες'', οι πρόσφυγες λες και διασκέδαζαν με τα βάσανα τους, λες και τα έκαναν τραγούδι για να εξοικειωθούν με τις ιδιόμορφες περιστάσεις της μοίρας τους. 
Στην προτελευταία στροφή της παραλλαγής (που εδώ δεν ακούγεται, είναι όμως σημειωμένη στο κείμενο) ο τραγουδιστής εγκαταλείπει το εύθυμο του ύφος για να πει με αγανάκτηση ότι οι ομολογίες, σε αντίθεση με τα μετρητά, δε βοηθούν τις χήρες του πολέμου στην αποκατάσταση τους. Αυτό το οργισμένο ανάθεμα κατά των τραπεζών που ασκούν την κρατική πολιτική και συνεπώς, κατά του κράτους, αποτελεί μια τολμηρή πολιτική θέση του τραγουδιού.

Κι αν δε μου σώσει η μάνα σου σαράντα ομολογίες
και άλλες τόσες μετρητά, θάχουμε φασαρίες.

...................................................................

πανάθεμα σε τράπεζα, που δίνεις 'μολογίες
και δεν τις δίνεις μετρητά να παντρευτούν οι χήρες


'Αλλες εκτελέσεις, με μικρές αλλά εξίσου ενδιαφέρουσες παραλλαγές στους στίχους.













Δεν υπάρχουν σχόλια: