Στις αναρτήσεις αυτές που θα φέρουν τον τίτλο "Ο Δημήτρης Χατζής και η συνεργασία του με το ΑΝΤΙ", οι οποίες θα είναι αριθμημένες, έχω την φιλοδοξία να αναδημοσιεύω τα κείμενα, άρθρα ή σημειώματα του Δημήτρη Χατζή, έτσι όπως τα βρίσκω αναζητώντας τα στην ψηφιοποιημένη βιβλιοθήκη του Παντείου Πανεπιστημίου, βοηθώντας μ' αυτό τον τρόπο στην εύκολη αναζήτηση τους. Παράλληλα, θα γίνετε αναδημοσίευση όποιου άλλου υλικού πέφτει στην αντίληψη μου, που θα είναι γραμμένο από τον ίδιο συγγραφέα/διανοητή ή άλλο που αναφέρεται σ' αυτόν.
# 1
Δημήτρη Χατζή 25/1/1975 περ. ΑΝΤΙ (Η πρώτη συνεργασία του Δ.Χ. με το περιοδικό)
Ο Κώστας Βάρναλης.
Ο Κώστας Βάρναλης στην Αίγινα το 1931 |
Ο τάφος του είναι ακόμα νωπός,όπως λέμε. Ο άνθρωπος δεν έφυγε ακόμα από την μνήμη των ζωντανών που ζήσαν μαζί του και γύρω του.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας τίμιος άνθρωπος, ένας γενναίος πολίτης. Περισσότερο από πενήντα χρόνια από τότες που διώχτηκε από την θέση του για τις πολιτικές του ιδέες, έδωσε με την ζωή του ένα λαμπρό πρότυπο αρετής και συνέπειας. Νομίζω μάλιστα εγώ, πως επιφανειακή του ήταν αυτή η ελευθεριότητα της πολλής ανεκδοτολογίας, επίπλαστη, λίγο έτοιμη -για όλους- λίγο προσποιητή. Πίσω απ’ αυτήν έκρυψε την αυστηρότητα του. Θα ήθελα έτσι να τον κατατάξω σε κείνους που από σεμνότητα αρνούνται να πάρουν τον ρόλο του άγιου, του ήρωα ή του μάρτυρα, του ηγέτη ή του δάσκαλου και, σίγουροι για τον εαυτό τους, δεν νιώθουν την ανάγκη να επισημοποιήσουν την αρετή τους δίνοντας της ετούτο ή εκείνο το σχήμα -η ανθρωπιά τους τους ενοχλεί και τους δυσκολεύει να ξεχωρίζουν από τους άλλους. Και αυτό είναι πάντοτε το δυσκολώτερο. Γιατί μια τέτοια στάση μπορεί να είναι -ή να νομίζεται από τους άλλους πως είναι- ανευθυνότητα κι υπεκφυγή. Ο Βάρναλης δεν φοβήθηκε. Αψεγάδιαστος, μέσα σε ένα χρονικό διάστημα τόσο μεγάλο, με τόσες τρικυμίες, τόσες δυσκολίες και τόσες παγίδες, έδειξε την αρετή του χωρίς να χρειάζεται να την επιδείχνει. Και - αδιάφθορος- ακτινοβόλησε γύρω του το φως μιας ηθικής παρουσίας.
Κοινωνίες μικρές, όπως είναι η δική μας, έχουν πάντοτε από τον δημιουργό -τον ποιητή, τον καλλιτέχνη, τον στοχαστή- την απαίτηση μιας τέτοιας αρετής, μιας τέτοιας αντιστοιχίας ανάμεσα στην πνευματική του δραστηριότητα και την ιδιωτική του ζωή, ανάμεσα στις ιδέες και τον φορέα τους. Είναι μια απαίτηση που κανένας δεν μπορεί να την αγνοεί. Σε στιγμές όμως σαν αυτές που περνάμε σήμερα, σε μια δύσκολη καμπή της ιστορίας μας, ύστερα από τις καταστροφές που έκανε, τη διάλυση και την διάβρωση που πέτυχε η δικτατορία, όταν όλοι μιλάμε για κάθαρση και εξυγίανση όλοι λέμε πως πρέπει να βγούμε από τα πλέγματα και τα “κυκλώματα” για μια πνευματική ζωή ουσιαστικότερη και γνησιότερη -η κοινωνική αυτή απαίτηση της αρετής και της συνέπειας έχει την σημασία κατηγορικής προσταγής για όλους τους ανθρώπους του πνεύματος.
Από την ώρα που ο δημιουργός -ο ποιητής, ο καλλιτέχνης, ο στοχαστής- κλείνει τα μάτια του, παραδίνει μαζί και το έργο του στο δικαιοκρίτη, το Χρόνο. Το έργο πια παύει να ταυτίζεται με τον δημιουργό του. Δουλεύοντας μέσα από νέες καταστάσεις, νέες ανάγκες και νέες επιδιώξεις, σαν τα έμβολα μιας μηχανής που πηγαινοέρχονται και ανεβοκατεβαίνουν, αλάθευτος κι άπονος ο διακαιοκρίτης αυτός τελικά τοποθετεί το τελειωμένο έργο στην πραγματική του θέση, στη συνάρτηση του με τα παλιά και με τα σημερινά. Η τοποθέτηση αυτή γίνεται πια ανεξάρτητα από την ζωή και την προσπάθεια του δημιουργού του, ανεξάρτητα από τις προθέσεις που είχε και τις ηθικές, πνευματικές ή πολιτικές σκοπιμότητες που υπηρέτησε και ανεξάρτητα από την επίδραση που το έργο άσκησε στον καιρό του. Είναι μια τοποθέτηση που όλο και περισσότερο περιορίζεται στην αξιολόγηση των στοιχείων του έργου και μέσα σ’ αυτήν άλλα μουσειακά, άλλα αναδείχνονται ζωντανά, βιόσημα, αξιοποιήσιμα.
Ο χρόνος λοιπόν, θα αρχίσει από τώρα κιόλας να κάνει την ίδια δουλειά με το έργο του Βάρναλη, αποσπώντας το από το ηθικά λαμπρό πρόσωπο του δημιουργού του. Μπορούμε να εμπιστευθούμε σ’ αυτόν. Αν όμως κάτι χαρακτηρίζει την σημερινή κατάσταση στην πνευματική μας ζωή, εγώ νομίζω πως περισσότερο απ’ όλα είναι η βιαστική μας ανάγκη της θεώρησης και της αναθεώρησης όλων των αξιών της πνευματικής μας ζωής και της πνευματικής μας παράδοσης. Είναι δηλαδή η ανάγκη, μέσα από το χάος της γενικής αμφισβήτησης, της πολλής αμφιβολίας, και της ακόμα περισσότερης σύγχυσης, να στήνουμε διαρκώς, όσο μπορούμε με κάποια ασφάλεια, σταθερότητα, κάποια ορόσημα με γενική αναγνώριση και γενική ισχύ -εκείνες τις σταθερές που “επιτρέπουν” την παραπέρα οργάνωση της σκέψης με καθορισμένες και καθαρισμένες κάποιες αφετηρίες. “Ερμαί” πρέπει να λέγεται αυτό πάνω στο δρόμο της παραπέρα πνευματικής πορείας.
Μια τέτοια δουλειά, λένε πολλοί στην Αθήνα, χρειάζεται από την μια μεριά την θέληση να οργανώσουμε τη σωστή και θετική γνώση για το κάθε πράγμα με τη μέθοδο και το σύστημα που πολύ καταφρονήθηκαν στον δικό μας τον τόπο -και μόνο τώρα αρχίζουμε να χαιρόμαστε, όσο περισσότερο το βρίσκουμε να μπαίνει στη ζωή μας. Μα χρειάζεται, λένε, από την άλλη μεριά ηθικό και πνευματικό θάρρος. Γιατί όλα μας τα κατεστημένα έχουν όλα τίτλους ιδιοκτησίας πάνω σε όλα τα υπάρχοντα της πνευματικής μας ζωής και παράδοσης και από όπου κι αν πας κινδυνεύεις πάντα να πέσεις απάνω τους.
Η ποίηση του Κώστα Βάρναλη (από το 1905 που πρωτοεμφανίζεται ως τα 1922 που το τυπώνεται το βιβλίο του “Το φως που καίει” και ως το 1927 με το βιβλίο “Σκλάβοι Πολιορκημένοι” -(δηλαδή μέσα σ’ ένα διάστημα 22 χρόνων) συνεχίζει την παράδοση της σχολής του Δημοτικισμού, της σχολής του Παλαμά. Τα εκφραστικά της μέσα, η Ars Poetica της σχολής, ακόμα περισσότερο: η αντίληψη της για την ποίηση, είναι το πλαίσιο της. Η ποίηση του Κώστα Βάρναλη θα κινηθεί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, χωρίς καμιάν απομάκρυνση.
Με την γλωσσική καθαριότητα που επιδίωξε όλη η σχολή, με τη στιχουργική αρτιότητα του μετρημένου με τους (πέντε) φυσικούς πόδες της εθνικής τονικής στιχουργίας και με τις εναλλαγές και τους συνδυασμούς των μέτρων, που ήταν η προσπάθεια, η δεξιοτεχνία, το καμάρι της σχολής, ο Κώστας Βάρναλης θα δώσει στίχους που μερικοί τους είναι από τους μουσικότερους και πυκνότερους όλης της δημιουργίας. Θα αναγνωριστεί έτσι από πολύ νωρίς, μαζί με τη γνησιότητα του λυρισμού του, ένας από τους ικανότερους “δουλευτές του στίχου” όπως λέγανε τότε, ένας από τους καλύτερους ποιητές της σχολής.
Στα χρόνια που η ποίηση του Κώστα Βάρναλη κλείνει τον κύκλο της -στα 1927- η αυθεντία και η επάρκεια της σχολής του Δημοτικισμού, της σχολής του Παλαμά, έχει πια κλονιστεί. Η σχολή έχει πια εξαντλήσει τις δυνατότητες του ρομαντισμού και του παρνασσισμού. Η αναζήτηση της μορφικής τελειότητας εκφυλίζεται σε τυπολατρεία (φορμαλισμό που το λέμε σήμερα) και η θεματογραφία σκεπάζει την έλλειψη πραγματικής λυρικής πνοής: Η ανανέωση γίνεται ανάγκη επιτακτική.
Αλλά ολόκληρη η εργασία, η προσφορά της σχολής έχει γίνει πια στοιχείο του εθνικού πολιτισμού, σε τέτοιο βαθμό που η ανανέωση της μορφής να σημαίνει πια ανανέωση της αντίληψης για την ποίηση και να παίρνει έτσι -όπως γίνεται παντού και πάντοτε- ιδεολογική σημασία, αφού πίσω απ΄αυτά βρίσκετε μια αντίληψη ζωής. Αυτό το τέλος της σχολής του Δημοτικισμού στα χρόνια αυτά, ύστερα από το -ιδεολογικά- πολύ μεγάλο γεγονός της μικρασιατικής καταστροφής, σημαδεύει το πέρασμα σε μια νέα ποιότητα, σημαδεύει δηλαδή την ανάγκη για το πέρασμα σε μια νέα ποιότητα. Και είναι ένα θέμα της ιστορίας της λογοτεχνίας μας που η μελέτη του δεν έχει ακόμα θεμελιωθεί: Τα ορόσημα που λέγαμε παραπάνω.
Για την ποίηση του Κώστα Βάρναλη το θέμα είναι η ένταξη της μέσα στην σχολή του Παλαμά, σε μια στιγμή που η αυθεντία και η επάρκεια της σχολής έχει κλονιστεί. (Ο Κ.Π. Καβάφης την έχει ήδη βαθιά υπονομεύσει και οι προωθήσεις προς μια νέα μορφή, που θα πει προς μια νέα ποίηση, που θα πει προς μια νέα ιδεολογική αντίληψη, έχουν ήδη αρχίσει να υπάρχουν).
Στον βαθμό λοιπόν, που η ανανέωση αυτόν τον καιρό είναι ένα ιδεολογικό ζήτημα -σαν απομάκρυνση από την σχολή του Δημοτικισμού- η ποίηση του Κώστα Βάρναλη, μένοντας πιστή στην παράδοση αυτή και συνεχίζοντας την σ’ αυτά τα χρόνια του κλονισμού της, ανήκει όχι μόνο χρονικά, όχι μόνο μορφικά μα και ιδεολογικά στη σχολή του Δημοτικισμού.
Στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη οι καλύτερες παραδόσεις στην σχολή του Δημοτικισμού μπολιάζονται με ιδέες επαναστατικές Ο άριστος αυτός τεχνίτης ξέρει να μεταφέρει στην ποίηση του τις ιδέες αυτές χωρίς να προδώσει τις ποιητικές “νόρμες” της σχολής του.
Οι επαναστατικές ιδέες της ποίησης του Κώστα Βάρναλη εκφράζουν γενικά μια επαναστατική στάση -είναι γενικά αντιθρησκευτικές, γενικά αντιιδεαλιστικές και είναι ακόμα αντιπολεμικές και αντιπατριωτικές όπως τις φέρνουν τα μεγάλα ρεύματα του μεσοπολέμου. Είναι ατόφιες οι ιδέες που έρχονται από τη μονολιθικότητα και τη σιγουριά του ενιαίου τότε ευρωπαικού προλεταριακού κινήματος.
Από αυτή τη γενικότητα της η επαναστατικότητα των ιδεών της ποίησης του Κώστα Βάρναλη έχει συχνά τη δυσκολία μέσα στα ποιήματα του να μη βρίσκει την καθαρή της διέξοδο. Η ασάφεια και κάποτε η αντίφαση χαρακτηρίζουν κάποια επαναστατικά ποιήματα του Κώστα Βάρναλη, έτσι που τελικά οι ιδέες αυτές φαίνονται σαν να είναι μεταφερμένες, συγκολλημένες, αναφομοίωτες, εξωτερικές. Η ποίηση του Κώστα Βάρναλη δεν είναι μια ποίηση που προέρχεται από τις ιδέες αυτές. Η επαναστατική της θεματική περιορίζεται στην καταγραφή των ιδεών αυτών, στην έμμετρη καταγραφή τους από έναν άξιο τεχνίτη, και μένει θεματική μονάχα, χωρίς το λυρικό της αντίκρυσμα.
Η άλλη δυσκολία, που προέρχεται από την γενικότητα αυτή, είναι η δυσκολία της επαναστατικής ποίησης του Κώστα Βάρναλη να συνδεθεί με κάποιον οργανικό τρόπο με την Ελλάδα. Οι αναφορές της σε ελληνικά πράγματα (ο τίτλος του βιβλίου “Σκλάβοι Πολιορκημένοι”, μερικοί στίχοι εδώ κι εκεί) μένουν υπαινιγμοί καθαρά θεματογραφικού χαρακτήρα.
Και οι δύο αυτές δυσκολίες της επαναστατικής ιδεολογίας και της επαναστατικής ποίησης του Κώστα Βάρναλη σημαδεύουν πολύ καθαρά τις δυσκολίες του ελληνικού επαναστατικού κινήματος εκείνον τον καιρό. Ακριβώς από τότε κι ύστερα από το 1930, το ελληνικό επαναστατικό κίνημα θα προσπαθήσει να βρει τις ρίζες του στην Ελλάδα, να διαμορφώσει την φυσιογνωμία του στην Ελλάδα. Αλλά η ποίηση του Κώστα Βάρναλη είναι πια τελειωμένη -δεν θα ακολουθήσει καμιά αναζήτηση, δεν θα συμπράξει σε καμιά ανανέωση. Θα μπορούσε έτσι να σκεφτεί κανένας πως σ’ αυτή τη δυσκολία της να συνδεθεί οργανικά με την Ελλάδα βρίσκεται η ουσιαστική αιτία για το τόσο γρήγορο σταμάτημα, το ¨σπάσιμο” της ποίησης του Κώστα Βάρναλη. (Και για να γυρίσουμε στον άνθρωπο -εμένα με ενδιαφέρει πάντοτε πολύ λιγότερο από το τελειωμένο έργο- εδώ ίσως να βρίσκετε το προσωπικό δράμα του Κώστα Βάρναλη, σκεπασμένο σαράντα ολόκληρα χρόνια, ύστερα από το έργο του. Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, με την επίπλαστη ελευθεριότητα της ζωής του).
Στα ίδια αυτά χρόνια του 1920-1930 μια μικρή σχολή με κορυφαίο της τον Κώστα Καρυωτάκη, ταυτόχρονα και παράλληλα με την ποίηση του Κώστα Βάρναλη, εκφράζει κι αυτή την γενική ανησυχία της πρώτης εκείνης δεκαετίας του μεσοπολέμου. Θα αντικαταστήσει το “εγώ” της σχολής του Παλαμά με το “εμείς”, θα προχωρήσει κάπου κάπου σε κάποιες κοινωνικές αναφορές ή θεωρήσεις, μα αναιμική ιδεολογικά, κατάφτωχη πνευματικά, θα μείνει μέσα στα δοσμένα πλαίσια της σχολής: Η δική της “επανάσταση” θα είναι η “φυγή” μέσα σε ένα κλίμα ατομικού μαρασμού, χωρίς διέξοδο.
Η ανανέωση θα έρθει χωρίς αυτούς, πέρα απ’ αυτούς. Η Νέα ποίηση, που θα κάνει από την αρχή της επόμενης δεκαετίας την ορμητική της είσοδο στην πνευματική μας ζωή, θα χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική άρνηση της παράδοσης του Δημοτικισμού όπως την έχει διδάξει ο Κ.Π. Καβάφης -το σημειώσαμε παραπάνω). Η αναζήτηση μιας νέας μορφής, μιας νέας έκφρασης, όχι μόνο συνοδεύεται από την αναζήτηση της Ελλάδας αλλά ταυτίζεται μ’ αυτήν. Είναι μια αναζήτηση πέρα από την τυποποιημένη -λαϊκιστικά και αρχαιολογικά Ελλάδα της αστικής μυθολογίας, όπως την έδωσε η σχολή του Δημοτικισμού. Και η αναζήτηση αυτή μιας νέας έκφρασης παίρνει έτσι τον χαρακτήρα ενός ιδεολογικού γεγονότος, πολύ πιο πέρα από τις κάθε λογής αισθητικές επιδιώξεις των φορέων της και πολύ πιο πέρα από το πόσο οι φορείς της αυτοί έχουν την καθαρή συνείδηση του γεγονότος. Είναι μια αναζήτηση που ανταποκρίνεται στη γενική προσπάθεια, στην εθνική μας αγωνία να βρούμε -και μάλιστα να δημιουργήσουμε τη φυσιογνωμία μας, ξαναγυρίζοντας στις (κατατσακισμένες) ρίζες μας, αντλώντας ξανά από τις (θολωμένες) πραγματικές μας πηγές, όχι βέβαια για να πάμε πίσω σ’ αυτές, μα για να μιλήσουμε τη δική μας, την ελληνική μας φωνή μέσα στο σημερινό κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου