….και τι είν’ αυτό που ενώνει τους ανθρώπους ετούτου του κόσμου, μ’ αυτούς που έχουν φύγει για πάντα; Κι είναι αλήθεια πως έχουν φύγει ή κάτι απ’ αυτούς έχει μείνει πίσω –εκτός απ’ τις στάχτες τους- και μας ενώνει μαζί τους; Ποιος μπορεί να δώσει απαντήσεις και ποιες απ’ αυτές που κάποιοι προσπάθησαν να τις δώσουν είναι σωστές, αληθινές;
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Το μικρό χωριό, είναι σχεδόν κρυμμένο πίσω από τον καταπράσινο λόφο που έχει το προνόμιο να αγναντεύει στο Ιόνιο την Αγία Μαύρα και τους δυο Παξούς. Ένας μικρός, στενός χωματόδρομος που πολύ αργότερα , στα χρόνια της ΜΟΜΑ έγινε αμαξιτός, το ένωνε με μια διασταύρωση όχι πολύ έξω απ’ αυτό, με τα δυο γειτονικά χωριά. Κι αυτά δεν ήταν μεγάλα, μονάχα το ένα επειδή έτυχε να είναι απ’ την καλή μεριά του λόφου, το όρισαν οι Αρχές κεφαλοχώρι.
Δύσκολος τόπος, πέτρα και πουρνάρι, άνυδρος σχεδόν, το ‘φέρναν το νερό με ζώα ή στα χέρια οι γυναίκες από μια βρύση, λίγο έξω απ’ το χωριό. Εκεί πέρναγε ένα ποτάμι. Το χειμώνα κατέβαζε νερό κάμποσο, για να ποτίσει τους λιγοστούς τους μπαξέδες έτσι χωρίς να χρειάζεται, ενώ το καλοκαίρι έπρεπε να περιμένουν ώρα να γεμίσουν τα γκιχούμια και τα’ αγγεία τους.
Οι πιο παλιοί, τα βράδια στο καφενείο λέγαν ιστορίες με νεράιδες και άλλα ξωτικά που κρύβονταν στα πλατάνια και στα πυκνά βάτα πλάι στο ποτάμι. Άλλοι έλεγαν πως είχαν δει εκεί δικούς τους ανθρώπους που είχαν φύγει χρόνια πριν και πηγαίναν να ανταμώσουν δικούς τους για να μάθουν νέα τους. Γι’ αυτές τις συναντήσεις δεν είχες ανάγκη του οβολού όπως στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα που ήταν σιμά και οι παραδόσεις του ήταν γνωστές στους αγράμματους χωρικούς, έφτανε η πίσω μάντρα του νεκροταφείου που ‘βλεπε στο ποτάμι για να ακούν φωνές αγαπημένες.
Μικρός ο τόπος και δύσκολος. Χωρίς ισάδες για να χτίσουν έναν τοίχο. Το λιγοστό τους βιος αντάμα με τα λίγα ‘’πράματά’’ τους θαρρείς μια οικογένεια, ήταν κι οι μνήμες απ’ τους πολέμους που τους έκαναν να ζουν όλοι μαζί. Πενήντα όλοι μαζί, πενήντα και τα ‘’πράματά’’ τους. Όλα τα είχαν δίπλα τους, τα καλύβια τους πλίθοι, τσίγκοι και τίποτα πέτρες που και που, μια εκκλησιά χωρίς πλατεία, ένα καφενείο που αργότερα του φέραν και τηλέφωνο, το ‘’σπιτι’’ των αποθαμένων κι ένα σχολειό χτισμένο χρόνια πριν.
Εδώ γεννήθηκε, έζησε, έφτιαξε ότι έπρεπε να φτιάξει κι εδώ τον ‘βάλανε όταν ήρθε η ώρα, μαζί με τόσους άλλους συγχωριανούς.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Αν κάποιος νιόφερτος ρώταγε για το πιο σπουδαίο πράγμα του χωριού, είχαν να του πουν για το Κάστρο που ήταν βενετσιάνικο, για το μικρό φυσικό λιμανάκι, την όμορφη ακρογιαλιά. Αν πάλι ήθελαν να μιλήσουν για το χωριό, θα τούλεγαν για τον Πύργο του Δημουλά και το μνημείο της Δέσπως, τους Άγιους Ανάργυρους, την εκκλησιά τους και το πέτρινο σχολειό τους.
Αυτό το τελευταίο ήταν όλο από πέτρα χτισμένο στην άκρη του χωριού, πολύ κοντά στο ποτάμι κι απέναντι από το ‘’σπίτι’’ των αποθαμένων. Ίσως να είχε κάποια σημασία, αλλά μπορεί και όχι.
Δεν ήταν σαν τα κανονικά σχολεία, αυτά που ξέρουμε εμείς οι ‘’Αθηναίοι’’. Ήταν διθέσιο! Δυo θέσεις όλες κι όλες, για όλα τα παιδιά που παλιά ήσαν πολλά, μα τώρα…
Δυo αίθουσες, μια δεξιά, μια ζερβά, στη μέση το γραφείο μπροστά στη σκάλα της εισόδου κι απάνω για στέψη μια σκεπή με κόκκινα κεραμίδια έτσι που να την βλέπουν οι τσίγκινες καλύβες του χωριού και να ζηλεύουν.
Διαβαίνοντας τον δρόμο που χώριζε το σχολείο από το σπίτι των αποθαμένων, σταθήκαμε στη μέση της αυλής του παλιού σχολείου που πιο πολύ έμοιαζε με πλατεία σε κεφαλοχώρι. Η μεγάλη βαλανιδιά στην άκρη προς την απέναντι δημοσιά είχε γίνει ένα με την φράχτη που είχαν φτιάξει τα βάτα και οι καλαμιές στην περίμετρο της αυλής. Πόσο μεγάλη φαίνονταν στα λιγοστά παιδιά του χωριού. Σταθήκαμε τόσο όσο χρειάστηκε να μας φανεί πως τελικά το ‘’βγάλαμε’’ το σχολειό και τις έξη τους τάξεις κι η ματιά μας εξερεύνησε όλες τις κρυψώνες του αθώου μας κρυφτού, τις κοφτερές πέτρες –μα είχε παντού από δαύτες- που στο κυνηγητό μας έκοβαν τις ξυπόλητες πατούσες κι ας είχαν αγριέψει τόσο νωρίς.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Εκείνη στάθηκε στην μέση της αυλής σαν να περίμενε να χτυπήσει κάποιο κουδούνι, μα γελάστηκα, είχαν έρθει στο μυαλό της θύμησες πολλών χρόνων ανάκατες με αγαπημένα πρόσωπα που είχαν φύγει καιρό τώρα.
Ο ιστός έστεκε άδειος χωρίς ελπίδα να δει κάτι να ανεμίζει στην κορφή του κι έτσι ανέβηκα γρήγορα τα λίγα σκαλιά της εισόδου που έχασκε ανοιχτή. Ποιος ξέρει πόσον καιρό τώρα… πριν από χρόνια το σχολείο είχε γίνει καταφύγιο γι’ αυτούς που πέρναγαν τα σύνορα και έφταναν κάποτε εδώ εξαντλημένοι. Η μυρωδιά της παρουσίας τους ήταν ακόμα μέσα στις ρημαγμένες αίθουσες και στο ένα γραφείο. Κι η εικόνα δεν άλλαζε κάτι από αυτή την αίσθηση της μυρωδιάς. Θρανία παλιά που είχαν γίνει προσάναμα για τις κρύες και σκοτεινές νύχτες που πέρασαν, το ίδιο και κάποια βιβλία από μια υποτυπώδη βιβλιοθήκη που έστεκε σε ένα τοίχο του γραφείου. Τα τζάμια σπασμένα μα ένιωθες πως ο αέρας δεν τρύπωνε μέσα σαν να μην ήθελε να διώξει τις αισθήσεις μας. Λερές κουβέρτες και λίγα ρούχα μαρτυρούν την κουρασμένη καταφυγή ανθρώπων.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Έμεινα να βλέπω τις γνώριμες εικόνες στα κίτρινα πια πέτρινα ντουβάρια. Ο Ιησούς, ο Δείπνος των Αποστόλων, Ζήτω το Έθνος, κάποιοι χάρτες κι ανάμεσα τους τα τόσο οικεία πρόσωπα των παλιών μας ηρώων να κοιτούν σαν απορημένα για την απρόσμενη επίσκεψη.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
-Καλημέρα σας ο κύριος ΑΜ;
-Ναι ο ίδιος, ποιος είστε;
-Λέγομαι ΑΑ κι έλαβα ένα ενημερωτικό mail από σας…
-Από εμένα ; είστε βέβαιος;
-Δεν είστε ο κύριος ΑΜ;
-Ακριβώς και τι ακριβώς σας έλεγε το mail αυτό;
-Κοιτάξτε τηλεφωνώ από τα Κρατικά Αρχεία και μας έγινε γνωστό ότι έχετε στην κατοχή σας κάποιο έγγραφο…
-Α ναι ναι
-Θέλετε να μου πείτε γι’ αυτό;
-Ναι, βεβαίως τώρα κατάλαβα, θυμήθηκα, θα σας πω. Πρόκειται για κάτι που μοιάζει με λογιστική φυλλάδα και θυμίζει βιβλίο εσόδων-εξόδων του δημοστικού σχολείου του χωριού. Το βρήκα σε μια βόλτα που έκανα στο παλιό εγκαταλειμένο από χρόνια σχολείο του χωριού, σε ένα σωρό από πεταμένα διάφορα αντικείμενα και το περιμάζεψα.
-Ναι, το έχετε ακόμα ;
-Μα φυσικά, γι’ αυτό και ήρθα σε επικοινωνία μαζί σας. Θα είναι στην διάθεση σας αν το θέλετε. Ξέρετε πρόσεξα πως η πρώτη του εγγραφή έχει ημερομηνία κάπου τον Μάρτη του 1948 κι ακολουθούν κι άλλες ως το 1960 αν θυμάμαι καλά. Επίσης έχουν ενδιαφέρον οι αιτιολογίες των εγγραφών γιατί μαρτυρούν κατά κάποιο τρόπο την σχολική ζωή στο μικρό αυτό σχολείο.
-Θα θέλατε να μας το παραχωρήσετε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου