Η ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΧΑΡΑΚΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ
Του Γ.ΠΕΤΡΗ
Πριν λίγες βδομάδες έκλεισε η έκθεση ελληνικής χαρακτικής που είχε οργανωθεί με την επιμέλεια του πρώην γενικού διευθυντού Γραμμάτων και Τεχνών κ. Κ Πάγκαλου, στη Μόσχα και το Λένινγκραντ. Η έκθεση αυτή οργανώθηκε μέσα σε πολλές δυσκολίες, υποκειμενικές και αντικειμενικές, και ήταν η ανταπόδοση στην έκθεση της Σοβιετικής χαρακτικής που είχε παρουσιαστεί στην Αθήνα πριν από δύο χρόνια. Ήταν μια αξιόλογη συμβολή στην ανάπτυξη της πνευματικής επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο λαούς, τον ελληνικό και τον σοβιετικό, και δικαίως οι πνευματικοί κύκλοι της Σοβιετικής πρωτεύουσας την χαρακτήρισαν σαν συμβολή των Ελλήνων χαρακτών στη μεγάλη υπόθεση της ειρήνης.
Η έκθεση των Ελλήνων χαρακτών σημείωσε μια πρωτοφανή επιτυχία στα χρονικά των διεθνών εκθέσεων. Πάνω από ένα μήνα κράτησε τις πόρτες ανοικτές στο τεράστιο μουσείο Πούσκιν της Μόσχας και άλλο τόσο διάστημα στο Λένινγκραντ. Σ’ όλο αυτό το διάστημα πάνω από χίλια άτομα καθημερινώς επισκέπτονταν τις αίθουσες των εκθέσεων. Μαζί μ’ αυτούς επισκέφτηκαν την έκθεση πολλοί επίσημοι, τεχνοκριτικοί, πνευματικοί παράγοντες. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι οδηγοί των ξένων οδηγούσαν εκεί όλες τις ξένες αντιπροσωπείες που έτυχε να περνούν αυτόν το καιρό από τις δύο πόλεις.
Στην έκθεση πήραν μέρος συνολικά εννέα νεοέλληνες χαράκτες. Η Β. Κατράκη εκπροσωπήθηκε με 12 χαρακτικά πάνω σε πέτρα και ξύλο, ο Α. Τάσσος με ένδεκα ξυλογραφίες και μιά λιθογραφία, ο Α. Θεοδωρόπουλοςμε οκτώ χαλκογραφίες. Από οκτώ επίσης χαρακτικά, ξυλογραφίες και χαλκογραφίες έστειλαν και οι Δ. Γιαννουκάκης, Κ. Γραμματόπουλος, Γ. Βαρλάμος, Λ. Μοντεσάντου, Νίκολης και Ε. Κωνσταντινίδου.
Οι σοβιετικοί αρμόδιοι κυκλοφόρησαν έναν ωραίο κατάλογο όπου υπήρχαν φωτογραφίες έργων του Α. Τάσσου, της Β. Κατράκη, του Α. Θεοδωρόπουλου, του Δ. Γιαννουκάκη, του Κ. Γραμματόπουλου, της Ελ. Κωνσταντινίδου και της Λ. Μοντεσάντου. Στον ίδιο αυτό κατάλογο δημοσιεύεται ένας πρόλογος στη νεοελληνική τέχνη όπου ανάμεσα σ’ άλλα αναφέρονται και τα παρακάτω:
“‘Μπορεί οι στενοί δεσμοί της εθνικής καλλιτεχνικής παράδοσης να καθόρισαν ορισμένες τάσεις στα έργα αυτών των καλλιτεχνών. Δεν πρέπει να παραλείψουμε να σημειώσουμε πως πολλοί απ’ αυτούς εμπνέονται από την αντικειμενική πραγματικότητα, ξέρουν και αγαπούν την πατρίδα τους, προσπαθούν να παρουσιάσουν τους ανθρώπους της και τη φύση της.
Υπάρχουν όμως στην έκθεση και έργα που η κατεύθυνση τους μας φαίνεται πολύ συζητήσιμη. Είναι τέχνη φυγής που παρεκκλίνει απ’ τον κύριο σκοπό της τέχνης, τη βαθειά αληθινή αναπαράσταση της ζωής.
Με μεγάλο, αναμφίβολα, ενδιαφέρον θα δουν οι Σοβιετικοί άνθρωποι τα μνημειώδη έργα του Τάσσου. Σ’ αυτά παρουσιάζονται οι αυστηρές μορφές των ανθρώπων της δουλειάς της σύγχρονης Ελλάδας. Οι ήρωες του καλλιτέχνη είναι ψαράδες, εργάτης γης, βοσκοί. Στις συνθέσεις του Τάσσου μπήκαν βαθιά οι ρυθμοί των κινήσεων του ανθρώπου της δουλειάς. Τα έργα του εκφράζουν τη συλλογική θέληση, τη δύναμη της λαϊκής πνοής.
Με το αυστηρό πάθος του ποιητή είναι καμωμένα τα χαρακτικά πάνω σε πέτρα της Βάσως Κατράκη της αντιπολεμικής σειράς που είναι αφιερωμένη στις μαυροφορεμένες μάνες. Τα έργα αυτά είναι γεμάτα εκφραστικότητα και δραματικότητα.
Οι Ε. Κωνσταντινίδου, Α. Θεοδωρόπουλος και Β. Κατράκη αναπαρασταίνουν με τα έργα τους εικόνες από την φύση της Ελλάδας, χώρας γεωργών, ναυτικών βοσκών.
Στα έργα των Ελλήνων χαρακτών φανερώνονται οι μορφές της αρχαίας μυθολογίας, λογοτεχνίας και τέχνης. Στις νατύρ - μορτ του Α. Θεοδωρόπουλου τα μνημεία της αρχαίας Ελληνικής γλυπτικής προβάλλουν σαν αντικείμενα φιλοσοφικών σκέψεων του καλλιτέχνη. Η Λ. Μοντεσάντου, με την εικονογράφηση έργων αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας, αποφεύγει τη βαρετή αναπαράσταση. Η χαράκτρια αυτή δημιουργεί ρομαντικές μορφές ηρώων βουκολικών ειδυλλίων, γεμάτες από ποιητική γοητεία και φρεσκάδα που δεν στερούνται από αισθήματα της σύγχρονης εποχής. Ξεχωρίζουν με την μεγάλη τους τέχνη τα γεμάτα εσωτερική ζωή έργα χαρακτικής του Κ. Γραμματόπουλου πάνω σε θέματα αρχαίων μύθων’’.
Η έκθεση αυτή έγινε αφορμή να ρθει στην πρώτη γραμμή του Σοβιετικού ενδιαφέροντος η Ελληνική Τέχνη. Σε πολλές εκπομπές ασχολήθηκε με την έκθεση το σοβιετικό ραδιόφωνο. Το πρακτορείο Τας μετέδωσε ειδικά άρθρα και τα μεγαλύτερα και εγκυρότερα σοβιετικά καλλιτεχνικά όργανα ασχολήθηκαν μαζί της. Η σοβιετική τεχνοκριτικός H.Antonova έγραψε μια μεγάλη κριτική στη Σοβιέτσκαγια Κουλτούρα.
‘’Μπορεί άραγε, έγραφε η σοβιετική τεχνοκριτικός, ο καλλιτέχνης που ζει και εργάζεται στην σύγχρονη Ελλάδα να μην αισθάνεται κάποιαν ευθύνη απέναντι στην τέχνη του παρελθόντος της χώρας του, που είναι μια από τις πιο πολύτιμες της κλασσικής κληρονομιάς; Εμείς οι θεατές δεν μπορούμε παρά να την φέρνουμε στη μνήμη μας σε κάθε περίσταση. Οι αναμνήσεις αυτές μας υποχρεώνουν να προσέξουμε πολύ τη σύγχρονη Ελληνική τέχνη κι έτσι μας κάνουν πιο απαιτητικούς απέναντι της.
Πως δουλεύουν οι σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες; Ποιά προβλήματα βάζουν μπροστά τους και πως τα λύνουν; Μια μικρή έκθεση, που περιορίζεται μόνο σε έργα χαρακτικής, δεν μπορεί βέβαια να δώσει απάντηση σ’ όλα τα ζητήματα, που μας ενδιαφέρουν. Μας επιτρέπει όμως να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα για την ανάπτυξη της τέχνης στη σύγχρονη Ελλάδα, μας δίνει μιαν ιδέα για την δημιουργική μορφή διαφόρων καλλιτεχνών. Η έκθεση αποτελεί μια πειστική μαρτυρία πως στην σύγχρονη τέχνη της Ελλάδας υπάρχουν κατευθύνσεις, που είναι σταθερά συνδεδεμένες με τη ζωή κι εκφράζουν έντονα την ηθική ιδιομορφία.
Στην έκθεση παρουσιάζονται 85 γκραβούρες, πρόσφατα έργα εννιά Ελλήνων καλλιτεχνών. Η πληρέστερη έκφραση της γραμμής της έκθεσης βρίσκεται στα έργα του Α. Τάσσου, που δείχνουν το λαμπρό ταλέντο ενός μεγάλου ρεαλιστή καλλιτέχνη. Οι κύριοι ήρωες του είναι ο λαός και η πατρίδα. Σε έγχρωμες ξυλογραφίες παρουσιάζονται μπροστά μας μορφές αγροτών, ψαράδων, εργατών της υπαίθρου. Η διήγηση του Τάσσου, για τους ανθρώπους της Ελλάδας, γεμάτη από συγκεκριμένες λεπτομέρειες της ζωής, πάντα εξαιρετικά παραστατική, έχει επικό χαρακτήρα. Είναι μια αφήγηση για τη ζωή των απλών ανθρώπων γιομάτη εσωτερικό πάθος. Θα πρέπει ακόμα να τονιστεί η τάση του καλλιτέχνη προς μια αισιόδοξη ηρωοποίηση της μορφής, που στη βάση της βρίσκεται κατά κύριο λόγο η κατανόηση της προσωπικότητας, σαν μέλους της ομάδας. Η δημιουργία του Τάσσου είναι διαποτισμένη από σαφή, γεμάτο θέληση ρυθμό, που προξενεί την εντύπωση της δύναμης και του μεγαλείου της ψυχής του λαού. Γι’ αυτό μοιάζουν τόσο πολύ με ανδρείους επαναστάτες οι σκληροί’’Αγρότες’’ του, κι η Πεδιάδα κάτω απ’ την βροχή θυμίζει μάχη, όπου ο άνθρωπος αγωνίζεται ενάντια στις δυνάμεις της φύσης. Ο καλλιτέχνης παρουσιάζει μια σπασμένη κατανόηση του ιδιότυπου ρόλου που παίζει το χρώμα σε μια γκραβούρα. Το χρώμα είναι γι’ αυτόν σπουδαιότατο μέσο για να μας μεταδώσει την εθνική ιδιομορφία του τόπου. Με ακρίβεια παριστά στις γκραβούρες του τα ασύγκριτα χρώματα της Ελλάδας: Το κόκκινο-καστανό χρώμα της γης που τη ζεσταίνει ο ήλιος, τις γκριζοπράσινες ελιές, το φωτεινό καταγάλανο ουρανό, τη σμαραγδένια της θάλασσα…
Τα ίδια αυτά δημιουργικά χαρακτηριστικά παρατηρούνται ως ένα σημείο και σε έργα άλλων καλλιτεχνών της έκθεσης.
Η Βάσω Κατράκη αφιέρωσε μια ολόκληρη σειρά από γκραβούρες στη ζωή και στη δουλειά των ψαράδων, με τον τίτλο ‘’η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγιού’’. Τα τοπία αυτής της σειράς διακρίνονται από μεγάλη λεπτότητα στην απόδοση της φύσης. Γεμάτες από σκληρό πάθος είναι οι γκραβούρες της του αντιπολεμικού κύκλου με τις μητέρες, που υπερασπίζονται τα παιδιά τους από την απειλή του πολέμου.
Οι γκραβούρες αυτές κάνουν μεγάλη εντύπωση με τη συγκινητική τους δραματικότητα. Αναζητώντας όμως η Βάσω Κατράκη εξαιρετικά εκφραστικά μέσα, παραβιάζει μερικές φορές τους νόμους της ρεαλιστικής αλήθειας κι αυτό οδηγεί σε δυσάρεστη παραμόρφωση των μορφών. Η Ελένη Κωνσταντινίδου πλησιάζει στα τοπία της προς το έργο της Βάσως Κατράκη. Το σημαντικότερο έργο της στην έκθεση είναι ‘’τα ιστιοφόρα’’.
Ο Δ. Γιαννουκάκης εργάζεται, κατά προτίμηση, στη νεκρή φύση.
Μερικά φρούτα, ένα τσαμπί σταφύλι, ψάρια. Αλλά κάθε έργο του είναι μια λαμπρή παράσταση, γεμάτη από τη ζωντανή ομορφιά της φύσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκθεση των χρωμάτων του στις χαλκογραφίες του, με κύριο χαρακτηριστικό τους την έκθεση των αποχρώσεων. Η μεγάλη τέχνη που έχουν τα έργα του μεγαλύτερου σε ηλικία καλλιτέχνη που πήρε μέρος στην έκθεση, του Α. Θεοδωρόπουλου, προκαλεί την προσοχή.
Με μεγάλη ποικιλία αντιπροσωπεύεται και το δημιουργικό έργο του καθηγητή της χαρακτικής στην Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών Κώστα Γραμματόπουλου. Τα σχεδιογραφήματά του από τη φύση είναι πολύ έξυπνα στη σύλληψή τους και τα θέματα του είναι ιδιότυπα και παράξενα, όπως οι μύγες και τα καρφιά. Οι μεγάλες γκραβούρες του με θέματα από την αρχαία μυθολογία παρουσιάζουν μια αιφνιδιαστική οξύτητα από την γελοιογραφική ερμηνεία των διαφόρων μορφών.
Αντίθετα, η νεώτερη καλλιτέχνις της έκθεσης, Λουίζα Μοντεσάντου, βρίσκεται δέσμια της αρμονικής ομορφιάς που έχουν οι μορφές της αρχαίας τέχνης. Πάνω στο θέμα του ειδυλλίου του Λόγγου ‘’Δάφνις και Χλόη’’ η Μοντασάντου φιλοτέχνησε έργα γεμάτα γοητεία και φρεσκάδα.
Οι νεαροί καλλιτέχνες Γιώργος Βαρλάμος και Επ. Νίκολης προτιμούν τις χαλκογραφίες και χρησιμοποιούν τις εκφραστικές δυνατότητες τους για να δημιουργήσουν μορφές γεμάτες ψυχολογικό περιεχόμενο.
Η έκθεση της σύγχρονης Ελληνικής χαρακτικής, προκάλεσε στη Μόσχα ζωηρό ενδιαφέρον. Παρά τις περιορισμένες διαστάσεις της, η έκθεση αυτή επιβεβαιώνει γι’ άλλη μια φορά, πως σε άλλες χώρες ενισχύεται η τάση προς το ρεαλισμό, την ειλικρινή τέχνη, πως παντού υπάρχουν καλλιτέχνες που αποκρούουν την μόδα και τη ρουτίνα της αφηρημένης τέχνης, και δημιουργούν τη σύγχρονη καλλιτεχνική γλώσσα, εμπνεόμενοι από τη ζωή και τον εθνικό πολιτισμό του λαού τους’’.
Κριτική εμπεριστατωμένη δημοσίευσε και η Λιτερατούρναγια Γκαζέτα. Η Κομσομόλσκαγια Πράβντα σε μια κριτική γραμμένη από τον Β. Σάτσκωφ καταλήγει: ‘’Οι εννέα αυτοί καλλιτέχνες δεν μοιάζουν καθόλου ο ένας με τον άλλο. Τους ενώνει όμως η πιστή ματιά, η στοργή στην τέχνη τους, η αγάπη στην ανθρωπότητα’’ .
Τέλος ο θεωρητικός της τέχνης Βαντίμ Πολεβόι που επισκέφτηκε την Ελλάδα στα 1958 και γνώρισε από κοντά πολλούς καλλιτέχνες και το έργο τους, σε δηλώσεις του σχετικά με την έκθεση, εξήρε το έργο του Α. Τάσσου ‘’ γιατί δείχνει ξεκάθαρα τη σ΄νδεση του δημιουργικού έργου του καλλιτέχνη με τη ζωή. Μας κινεί το ενδιαφέρον η ανθρωπιά του δημιουργικού του έργου και η δυνατότητα να δει και να δείξει τη σημασία της καθημερινής ζωής του απλού ανθρώπου…’’
Αναφερόμενος στο έργο της Βάσως Κατράκη λέει τα παρακάτω:’’Ενδιαφέρουσα είναι η δημιουργική εργασία της χαράκτριας Βάσως Κατράκη. Στην έκθεση έδειξε δύο στάδια της δημιουργικής δουλειάς της. Στις γκραβούρες επάνω σε ξύλο ‘’οι ψαράδες’’ η Βάσω παρουσιάζεται σαν τεχνίτρια συναρπαστικής αφηγήσεως της ψαράδικης ζωής. Το καινούργιο στάδιο της τέχνης της αντιπροσωπεύεται στις μεγάλες εκφραστικές και λακωνικές γκραβούρες της που έγιναν πάνω σε πέτρα και ξύλο. Η καινούργια αυτή τεχνοτροπία της Βάσως - προς αυτή στράφηκε μόλις το 1957 - κατά τη γνώμη μου εκφράστηκε με ολοκληρωμένο τρόπο. Την πιο δυνατή πλευρά του δημιουργικού έργου της Κατράκη την αποτελεί η επιδίωξη μιας μεγάλης ζωντανής τέχνης που να διαποτίζεται από ανήσυχο αίσθημα’’.
Σε συνέχεια ο Πολεβόι λέει ότι τα έργα της Μοντεσάντου αποπνέουν ονειροπόλο ποιητικότητα, και πως ο Βαρλάμος επιδιώκει την πιο άμεση αντίληψη του κόσμου. Για τον Γιαννουκάκη λέει πως από το έργο του νιώθεις πως είναι ερωτευμένος με τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας του. Για το δημιουργικό έργο του Γραμματόπουλου λέει πως έχει μεν ζωντάνια του λείπει όμως η ισορροπία. Μιλάει ακόμα για τις έντονε γκραβούρες του Νίκολη και το δημιουργικό έργο του Θεοδωρόπουλου, που διακρίνεται για τη σοβαρότητα και τη θεμελίωση και καταλήγει: ‘’ Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η έκθεση της Ελληνικής χαρακτικής στη Μόσχα ήταν μια σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη των πολιτιστικών σχέσεων των λαών της Σοβιετικής Ενώσεως με την Ελλάδα… Ας ελπίσουμε πως η σοβιετική έκθεση γραφικών τεχνών στην Αθήνα και η ελληνική έκθεση χαρακτικής στην Μόσχα είναι μονάχα η αρχή μιας πλατειάς ανταλλαγής καλλιτεχνικών αξιών που δημιουργήθηκαν από δύο φίλους λαούς’’.
Διαβάζοντας το άρθρο αυτό στην Επιθεώρηση Τέχνης, οφείλω να σταθώ και να σχολιάσω κάποια πράγματα. Πρώτα απ' όλα στην αναφορά από την πλευρά των Ρώσων τεχνοκριτικών στον όρο ''σοβιετικός, -η''. Είναι ιδιαίτερη τιμή για τους Έλληνες καλλιτέχνες, να παρουσιάζονται έργα τους στην Σοβιετική πρωτεύουσα αλλά και στο Λένινγκραντ κι αυτό στο πλαίσιο ανταλλαγής που έγινε με έκθεση Σοβιετικών Γραφικών Τεχνών στην Αθήνα μόλις το 1959 ή 1960, χρονιές ιδιαίτερα δύσκολες για τον τόπο αλλά και όταν ο Ψυχρός Πόλεμος μαίνονταν σε όλα τα μέτωπα. Επίσης ξεχωρίζει θα έλεγα η προτίμηση των σοβιετικών τεχνοκριτικών σε συγκεκριμένη καλλιτεχνική έκφραση και δεν διστάζουν να που την άποψη τους κατακρίνοντας κατά κάποιο τρόπο κάποια έργα των καλλιτεχνών που φιλοξενήθηκαν στην έκθεση. Η έκθεση, πρέπει να έγινε δεκτή με κάποιο ενθουσιασμό κι αυτό ίσως να έχει και πολιτικές απολήξεις κι έγιναν πολλές αναφορές στον Σοβιετικό τύπο. Νομίζω πως πέρα από το γεγονός πως λείπουν σήμερα έντυπα σαν την Επιθεώρηση τέχνης, είναι φανερή και η έλλειψη τέτοιων ανταλλαγών αλλά και τέτοιων καλλιτεχνών μάλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου